Δεν δικαιολογούνται οι αστοχίες του Μητσοτάκη έναντι του Ρεπουμπλικάνων, ενώ προκαλούνται εύλογες ανησυχίες ως προς τη δυνατότητά του να χειριστεί τους αξιωματούχους της νέας κυβέρνησης
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης διαθέτει γνώση των ιδιότυπων ισορροπιών στην Ουάσινγκτον και ευτύχησε να αποκτήσει πρωτογενή εικόνα του διπλωματικού παρασκηνίου -και των διδαγμάτων- των περασμένων δεκαετιών χάρη στην οικογενειακή του παράδοση.
- Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Επομένως, αφενός, δεν δικαιολογούνται οι αστοχίες του έναντι του Ρεπουμπλικάνων (κάποτε «αδελφού κόμματος» της Νέας Δημοκρατίας) και, αφετέρου, προκαλούνται εύλογες ανησυχίες ως προς τη δυνατότητά του να χειριστεί τους αξιωματούχους τής -από τις 20 Ιανουαρίου 2025- διοίκησης Τραμπ.
Οι παλινωδίες χρονολογούνται ήδη από το 2016. Αν και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δυνάμει πρωθυπουργός που όφειλε να τηρεί ίσες αποστάσεις, ο κ. Μητσοτάκης έλαβε θέση υπέρ της προεδρικής υποψηφιότητας της κυρίας Χίλαρι Κλίντον. To 2019, με την ευκαιρία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η ελληνική πλευρά διέδιδε ότι είχε εξασφαλιστεί και προσωπική συνάντηση του νεοεκλεγμένου πρωθυπουργού με τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε τίποτα σχετικό στο πρόγραμμα του κ. Τραμπ, εκτός από τη συνήθη φωτογράφιση των 20 δευτερολέπτων με κάθε ξένο ηγέτη πριν από την καθιερωμένη δεξίωση.
Στους πρώτους μήνες της πρωθυπουργικής του θητείας ο κ. Μητσοτάκης ακολούθησε μια ασυγκράτητη πολιτική υπέρ της Κίνας, ενώ ήταν γνωστή η στάση της Ουάσινγκτον έναντι των υπόγειων σχεδίων του Πεκίνου. Επίσης, η Ε.Ε. είχε αποφασίσει τη μη επικύρωση της εμπορικής συμφωνίας της με την Κίνα. Η κυβέρνηση συνειδητοποίησε τη σοβαρότητα της κατάστασης, όταν της ζητήθηκε να αναλάβει δεσμεύσεις για ανάσχεση της κινεζικής διείσδυσης στα ελληνικά δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, πριν από την οριστικοποίηση της συνάντησης Τραμπ – Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο, τον Ιανουάριο του 2020. Η προσωπική τους συνομιλία πήγε καλά, αλλά η ψυχρολουσία ήρθε από τον ισχυρό υπουργό Εμπορίου Γουίλμπουρ Ρος, που ανέφερε ευθέως ότι «έχω επιφυλάξεις κατόπιν όσων κάνετε με την Κίνα».
Εν έτει 2024 ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε το λάθος υποστήριξης του ενός εκ των δύο υποψήφιων προέδρων των ΗΠΑ. Ακολούθησαν οι μετεκλογικές διαρροές περί ισχυρών καναλιών επικοινωνίας με τον κ. Τραμπ λόγω της συνάντησης του πρωθυπουργού με τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Μ. Πομπέο στην Αθήνα και υποτιθέμενης προεργασίας της υφυπουργού Εξωτερικών Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου από την εποχή που ήταν πρέσβειρα στην Ουάσινγκτον.
Ωστόσο, δεν χρειαζόταν καν η ψυχρολουσία της ανακοίνωσης Τραμπ (το περασμένο Σάββατο), ότι δεν θα συνεργαστεί ξανά με τον κ. Πομπέο, για να διαπιστωθεί ότι έπασχε το αφήγημα του Μαξίμου. Γιατί ουδείς, πραγματικά κοντά στον κ. Τραμπ, θα ταξίδευε στο εξωτερικό μόλις πέντε ημέρες πριν από τις εκλογές. Και αν όντως κάποιος σαν τον κ. Πομπέο (με το βαρύ βιογραφικό και την επιτυχημένη θητεία όπου κι αν υπηρέτησε) είχε λάβει υπόσχεση διορισμού από τον πιθανώς νέο πρόεδρο, δεν θα διακινδύνευε να εκτεθεί υπέρ ενός ή άλλου ξένου ηγέτη. Οι χειρισμοί θυμίζουν μια πιο κοσμοπολίτικη εκδοχή της παραμυθένιας υπερπαραγωγής του ΣΥΡΙΖΑ που παρουσίαζε (με την εξαίρεση του κ. Ν. Κοτζιά) έναν νεαρό Ελληνοαμερικανό σαν «δεξί χέρι» τού -τότε πρώτη φορά- υποψήφιου Τραμπ. Το πίστεψαν σχεδόν όλοι! Σε πείσμα της απλής λογικής ότι ένας πραγματικά στενός συνεργάτης δεν θα μπορούσε να απολαμβάνει, το καλοκαίρι του 2016, τις επισημότητες και τον ήλιο της Ελλάδας τις ίδιες περίπου ημέρες με το εθνικό συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στο Κλίβελαντ.
Οσο για την κυρία Παπαδοπούλου, αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται μόνο για ανόητες διαρροές του Μαξίμου ή και για ΠΑΣΟΚικού τύπου «συντροφικό μαχαίρωμα». Με σκοπό να εκτεθεί προληπτικά, σαν αποτυχούσα στα Ελληνοαμερικανικά, καθώς θεωρείται μελλοντικό ανάχωμα στους λανθασμένους χειρισμούς του Γ. Γεραπετρίτη στα Ελληνοτουρκικά. Πρόκειται για πεπειραμένη και εργατική διπλωμάτη που ανέλαβε καθήκοντα στην Ουάσινγκτον, τον Φεβρουάριο του 2020. Εναν μήνα μετά, παρέλυσαν όλες οι πολιτικές δραστηριότητες λόγω της πανδημίας του Covid. Ως αποτέλεσμα, σχεδόν η μισή θητεία της πήγε χαμένη, μέχρι τον Ιούνιο του 2023 που επέστρεψε στην Αθήνα. Και, όπως ήταν φυσικό, όταν τα πράγματα είχαν επανέλθει σε μια κανονικότητα, προτεραιότητα ήταν οι επαφές της με τη διοίκηση Μπάιντεν και όχι με τους Ρεπουμπλικάνους.
Ακόμα και η υπαρκτή επικοινωνία της κυρίας Παπαδοπούλου με το γραφείο του επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Τζιμ Ρις, γινόταν σπάνια με τον ίδιο και συχνότερα με μια σύμβουλό του, ειδικευμένη σε θέματα Ρωσίας και Ουκρανίας. Η σύμβουλος είχε επισκεφθεί την Αθήνα στα τέλη του 2021, αλλά το ταξίδι δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα. Γιατί, αντί της κυρίας Παπαδοπούλου, τα ραντεβού της είχαν διευθετηθεί από τον Τζορτζ Τσούνη, χωρίς να εισακουστούν οι σχετικές προτάσεις του Πολιτικού Τμήματος της πρεσβείας.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη