Ακόμα μία φορά η βοήθεια φάνηκε πως ήταν προνόμιο των λίγων. Απίστευτες καταγγελίες από οργισμένους πυρόπληκτους της φλεγόμενης βορειοανατολικής Αττικής
Απόγνωση, τρόμος, αγωνία για την επόμενη ημέρα, αλλά και θυμός απέναντι στην κρατική αναλγησία είναι τα συναισθήματα που κατακλύζουν τους πληγέντες της βορειοανατολικής Αττικής, που από τη μια στιγμή στην άλλη είδαν τον πύρινο εφιάλτη να γλείφει τις αυλές των σπιτιών τους.
Με μάνικες, κουβάδες και λάστιχα στα χέρια προσπαθούσαν χθες σε Βαρνάβα, Πεντέλη, Μαραθώνα, Καλλιτεχνούπολη, Γραματικό, Διόνυσο και Βριλήσσια να αντιμετωπίσουν το πύρινο θηρίο, που εξαπλώθηκε με φρενήρεις ρυθμούς, μετατρέποντας σε στάχτη σπίτια, αυτοκίνητα και αμέτρητα στρέμματα γης. Ακόμα μία φορά η στήριξη και η βοήθεια σε αυτές τις δραματικές στιγμές φαίνεται πως ήταν προνόμιο των λίγων, αφού εξοργισμένοι κάτοικοι κατήγγειλαν πως οι πυροσβεστικές δυνάμεις έδωσαν προτεραιότητα στις… βίλες, αφήνοντας στο έλεος του Θεού τις υπόλοιπες κατοικίες, που έγιναν παρανάλωμα του πυρός.
«Εμάς καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι μας στον Βαρνάβα. Ηταν πολύ μικρή η εστία στην αρχή. Δεν είχαν στείλει κάτι, δύο μόνο μικρά ελικόπτερα που έκαναν 45 λεπτά να έρθουν. Η φωτιά ξεκίνησε από ένα οικόπεδο, δεν έκανε κανένας μπάρμπεκιου, όπως ειπώθηκε, ήταν καθαρά εμπρησμός. Ηταν ακριβώς πίσω από το σπίτι μας, το μόνο που μπορέσαμε να σώσουμε ήταν τον σκύλο και τη γάτα μας. Γυρίσαμε και είδαμε κατεστραμμένο το σπίτι», τόνισε, γεμάτη οργή και απελπισία, η κυρία Θάλεια, κάτοικος της περιοχής Βαρνάβα, και συνέχισε: «Δεν το περιμέναμε, γιατί υπήρχε πυροσβεστικό έξω από το σπίτι μας, σε σημείο που είχε πεύκα από κάποιο ακαθάριστο οικόπεδο, και δεν ρίξανε σταγόνα. Οταν επιστρέψαμε στο χωριό, μέσα από τις φωτιές που περάσαμε με ένα φορτηγό, είδαμε ότι τα πυροσβεστικά βρίσκονταν σε άλλο σημείο, έξω από τις βίλες, για να σβήσουν τις βίλες».
Η ίδια εξήγησε πως πλέον δεν υπάρχει τίποτα από το σπίτι της, που κάηκε ολοσχερώς. «Το σπίτι το είχαμε έξι μήνες, δεν ήταν “πλουσιόσπιτο” και γι’ αυτό και δεν σώθηκε φυσικά. Τα πυροσβεστικά ήταν έξω από τις βίλες. Και μας έλεγαν να μην ανησυχούμε, γιατί δεν θα έρθει σε εμάς. Χάθηκαν όλα, εμάς ποιος θα μας αποζημιώσει; Ο πρωθυπουργός με τα 6.000 ευρώ και αν τα πάρουμε; Ποιος; Είδαμε και με τους πλημμυροπαθείς…» κατέληξε. Την απογοήτευσή του για τη διαχείριση της φωτιάς εξέφρασε κι ένας ηλικιωμένος κάτοικος της Πεντέλης. «Δεν ξέρω τι ψηφίζουμε και τι πληρώνουμε… Απαράδεκτη κατάσταση! Λυπάμαι που είμαι Ελληνας… Εχω ζήσει ένα κάρο φωτιές, αλλά τέτοιο πράγμα δεν το έχω ξαναδεί» είπε, αναφέροντας πως αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και δεν μπόρεσε να πάρει από το σπίτι του ούτε τα απαραίτητα για να διαχειριστεί την κατάστασή του.
Η συσκευή οξυγόνου, τα φάρμακα και οι κάρτες του παρέμειναν στο σπίτι, αφού του ζητήθηκε να εκκενώσει αμέσως την περιοχή. «Δεν μπορώ να πάω να δω αν υπάρχει το σπίτι μου» ανέφερε με πικρία, ενώ επισήμανε πως είχε ατύχημα με το όχημά του όταν θέλησε να φύγει: «Φεύγοντας, για να μην καώ, κοπάνισα σε ένα δέντρο, πήρε φωτιά πίσω ο προφυλακτήρας και ήρθε και το πήρε η οδική». Αλλά και ο κύριος Αγγελος, κάτοικος Μαραθώνα, ξέσπασε χθες ζητώντας την ενίσχυση των πυροσβεστικών δυνάμεων: «Εχουμε πει να στείλουν δυο τρία οχήματα να σταματήσουν τη φωτιά, η οποία στην αρχή ήταν μικρής έντασης. Αυτή τη στιγμή έχει δυναμώσει πολύ. Ηδη καίγονται θερμοκήπια και είναι έτοιμη να μπει στα πρώτα σπίτια. Τρέχουμε όλοι. Ηρθε η Αστυνομία πριν για να μας εκκενώσει, αλλά πώς να φύγουμε, αφού δεν έχει ούτε ένα πυροσβεστικό. Το ρεύμα έρχεται και φεύγει».