Πολιτικό σεισμό προκάλεσε η αποκάλυψη της εφημερίδας «Εστία» για το μήνυμα που απέστειλε η σύζυγος του πρωθυπουργού στον εφοπλιστή Βαγγέλη Μαρινάκη, με στόχο κυβέρνηση και οικονομικά συμφέροντα να συνεχίσουν στον δρόμο της συμπόρευσης και να αποφευχθεί μια οριστική ρήξη.
Η χρήση του όρου «σεισμός» δεν χρησιμοποιείται ως ακόμα ένα δημοσιογραφικό «κλισέ», αλλά ως η πιο ξεκάθαρη αποτύπωση του πανικού που κυριάρχησε στους εμπλεκομένους, οι οποίοι επιχείρησαν σπασμωδικά να διαψεύσουν το δημοσίευμα 24 ώρες αφότου έγινε γνωστό το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας. Αραγε, αυτό το 24ωρο που μεσολάβησε γιατί οι ετοιμοπόλεμοι του Μαξίμου σιωπούσαν, ενώ οι εμπλεκόμενοι παρέμεναν σιωπηλοί;
Η απάντηση είναι προφανής και, γι’ αυτό τον λόγο, χθες οι διαψεύσεις ήρθαν αφού ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης έδωσε το έναυσμα μέσω μιας δήλωσης-επίθεσης στην ελεύθερη δημοσιογραφία. Στο Μαξίμου, μάλιστα, αφού κατάλαβαν πως δεν μπορούν να σιωπήσουν, επιχείρησαν να κρυφτούν πίσω από τα φουστάνια της… Μαρέβας Γκραμπόφσκι, επαναλαμβάνοντας με μονότονο τρόπο πως η εφημερίδα «Εστία» επιχείρησε να στοχοποιήσει τη σύζυγο του πρωθυπουργού.
Σε αυτή την ανακοίνωση, μάλιστα, όπως και στις διαψεύσεις των δημοσιογράφων – εκδοτών που έδωσαν το «παρών» στην οικία του εφοπλιστή, δεν υπάρχει η παραμικρή διάψευση της είδησης για το μήνυμα. Αντίθετα, επιδίδονται σε απειλές για προσφυγή στη Δικαιοσύνη, προσωπικές επιθέσεις και σκληρούς χαρακτηρισμούς, που μας θυμίζουν για ποιον λόγο η ελευθεροτυπία σε αυτή τη χώρα έχει κατρακυλήσει στη θέση «107». Ουδέποτε, άλλωστε, οι εφημερίδες του ομίλου ασχολήθηκαν με τη σύζυγό του πρωθυπουργού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, ασχοληθήκαμε για λόγους θεσμικούς και όχι για λόγους προσωπικούς.
Στη δημοσιογραφία είναι είδηση, είναι πολιτικό θέμα αν εμπλέκεται εξωθεσμικά στη διένεξη μίας κυβέρνησης με ένα επιχειρηματικό κέντρο ένα οικείο πρόσωπο στον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας χωρίς να έχει τη δημοκρατική νομιμοποίηση. Οφείλουν στην κυβέρνηση να κατανοήσουν πως δεν μπορούν να κοροϊδεύουν τους πάντες για… πάντα και να κατανοήσουν πως η ελεύθερη δημοσιογραφία θα συνεχίσει να κάνει τη δουλεία της, δηλαδή να ελέγχει την εξουσία και όχι να συναγελάζεται με αυτήν.