Η Μαρία Τατάκη φέρεται ότι «ξέχασε» 1.000 υποθέσεις σε αποθήκη φίλης της στην Κέρκυρα
Για τις 10 Απριλίου διεκόπη η δίκη της πρώην προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Κέρκυρας Μαρίας Τατάκη, η οποία κατηγορείται ότι είχε κρύψει σχεδόν 1.000 δικογραφίες στην αποθήκη φίλης της, στο χωριό Γαρούνα, με σκοπό να τις εξαφανίσει! Τόσο από την κατηγορούμενη πρώην εισαγγελέα Πρωτοδικών όσο και από τη συγκατηγορούμενή της πρώην αναπληρώτρια προϊσταμένη της Διεύθυνσης Γραμματείας της Εισαγγελίας υποβλήθηκε αίτημα αναβολής, λόγω κωλύματος των συνηγόρων τους. Ωστόσο, η έδρα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ιωαννίνων απέρριψε και τα δύο αιτήματα, αποφασίζοντας τελικά διακοπή.
Η πρώην εισαγγελέας Μαρία Τατάκη κατηγορείται για κακουργηματική κατάχρηση εξουσίας κατ’ αληθή πραγματική συρροή και για υπεξαγωγή δημοσίων εγγράφων κατά συρροή. Με απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, στις 14 Απριλίου 2022, είχε απολυθεί από το δικαστικό σώμα, χωρίς δικαίωμα εργασίας. Το κουβάρι της πρωτοφανούς για τα δικαστικά χρονικά υπόθεσης άρχισε να ξετυλίγεται τον Φεβρουάριο του 2019, όταν η τότε εισαγγελέας Εφετών Κέρκυρας ζήτησε από την υφισταμένη της εισαγγελέα Πρωτοδικών τρεις ποινικές δικογραφίες για τις οποίες είχε δεχτεί καταγγελίες ότι καθυστερεί η διεκπεραίωσή τους. Ανάμεσά τους ήταν και η καταγγελία τοπικού συλλόγου για διαρκή ρύπανση του περιβάλλοντος στη χωματερή.
Τότε ξέσπασε κόντρα ανάμεσα στις δύο εισαγγελικές λειτουργούς που οδήγησε στη μετάθεση και των δύο στην Αθήνα, έως ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Τον Φεβρουάριο του 2020, όταν ανέλαβαν καθήκοντα οι διάδοχοί τους, βρέθηκε ότι πολλές δικογραφίες είχαν κάνει «φτερά», ωστόσο η υπόθεση πήρε νέα τροπή όταν, σε έφοδο στο φιλικό σπίτι της ελεγχόμενης εισαγγελέως, στο χωριό Γαρούνα, εντοπίστηκαν 1.000 δικογραφίες! Η εκτίμηση ήταν πως επρόκειτο για το σύνολο σχεδόν των δικογραφιών που χάθηκαν από τα δικαστήρια της Κέρκυρας, απώλεια που έκανε πολλούς να μιλούν για παραδικαστικό της Κέρκυρας, με στόχο την παραγραφή δεκάδων σοβαρών αδικημάτων που περιγράφονται σε αυτές, όπως και για ατιμωρησία κατηγορουμένων σε σοβαρές υποθέσεις, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν ορισμένα τρανταχτά ονόματα του νησιού.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, έπειτα από ερώτημα του υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα, συνεδρίασε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ) προκειμένου να κρίνει εάν η Μαρία Τατάκη θα έπρεπε να τεθεί σε αργία ή όχι. Ενώπιον του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου η ίδια δεν είχε καταφέρει να δώσει πειστικές απαντήσεις, ούτε απάντησε σε πολλές ερωτήσεις των Αρεοπαγιτών σχετικά με τον τρόπο που «χάθηκαν» δεκάδες φάκελοι, αλλά και κούτες που περιείχαν ιδιαίτερα σημαντικές δικογραφίες από τα δικαστήρια της Κέρκυρας, με συνέπεια να τεθεί τελικά σε αργία.
Ωστόσο, είχε προκαλέσει αίσθηση με τη δήλωσή της στο startmedia ότι για τη μεταφορά των δικογραφιών ευθύνεται μια… γάτα που απέκτησε το 2017! «Τον Οκτώβριο του 2017 πήρα ένα μικρό γατάκι και το σπίτι μου γέμισε ψύλλους. Αναγκάστηκα να μείνω αλλού και απομακρύνθηκα από την οικία μου. Επίσης, από το σπίτι μου απομακρύνθηκαν σχεδόν όλα τα έπιπλα και η οικοσκευή (ρούχα και σχετικά). Στο σπίτι ήρθαν πολλοί άνθρωποι, το έβαψα και ήρθε ο άνθρωπος να ψεκάσει έξι φορές. Τότε, μια στενή οικογενειακή φίλη με βοήθησε και μετέφερα ό,τι υπήρχε στο σπίτι μου στο δικό της σπίτι στο χωριό» είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, η κυρία Τατάκη.
Παράλληλα, είχε αναρωτηθεί: «Τι λόγο θα είχα να τις κρύψω (ενν.: τις δικογραφίες); Επίσης, κάποιοι κατηγορούμενοι έχουν δικαστεί πολλές φορές από εμένα… Οπως σας είπα, η πλειοψηφία ήταν παλιές, αλλά μέσα βρίσκονταν, όπως φαίνεται, και άλλες, από ό,τι μου είπαν μέχρι χρόνο τέλεσης το 2016. Αυτές όντως μου είχαν διαφύγει και ούτε καν, όσο και αν είναι ανόητο, δεν σκέφτηκα αυτή τη μετακίνηση ή τι εμπεριείχαν όλα αυτά». Εως σήμερα αγνοείται η τύχη 156 δικογραφιών. Νομικοί κύκλοι θεωρούν πως η δίκη της πρώην εισαγγελέως Πρωτοδικών θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού χαρακτηρίζεται και από μια άλλη ιδιαιτερότητα: σύμφωνα με πληροφορίες, ουδέποτε είχαν κληθεί για εξέταση από τον τότε ειδικό εφέτη ανακριτή Κέρκυρας, και επομένως δεν θα κληθούν στο δικαστήριο, οι παθόντες στις υποθέσεις που έχουν παραγραφεί.