Με 87% πήρε λευκή επιταγή για να ξεπεράσει σε διάρκεια τον μακροβιότερο ηγέτη της ΕΣΣΔ, πίσω μόνο από τη Μεγάλη Αικατερίνη
Η Δύση τις ονόμασε εκλογές-παρωδία, όπου ένας «αδύναμος, ανασφαλής Πούτιν» επιθυμεί τα τεράστια ποσοστά αποδοχής αλλά κυνικά φροντίζει να μην υπάρχει εκλογικός αντίπαλος.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Το ανήκουστο 87% με το οποίο επανεκλέχθηκε ο Ρώσος πρόεδρος είναι για τη Δύση το αποτέλεσμα 1,2 δισ. δολ. που ισχυρίζεται ότι ξόδεψε το Κρεμλίνο «σε διαχείριση πληροφοριών και προπαγάνδα» με σκοπό το όσο δυνατόν υψηλότερο ποσοστό του Πούτιν.
Για τα βρετανικά και τα αμερικανικά διεθνή ΜΜΕ είναι «ο δικτάτορας που απειλεί την ανθρωπότητα με πυρηνικό πόλεμο και διαφεντεύει τη Ρωσία με τη βία», όπως έγραψαν χθες οι «New York Times». Το δυτικό αφήγημα παραμένει σε αδρές γραμμές όπως το περιγράφει ο βρετανικός «Observer»: «Ο λαός του τον ανέχεται με το ζόρι και περιμένει κρυφά πότε η εποχή Πούτιν θα περάσει, σαν μια βαριά μπόρα που κάποτε τελειώνει» για να εκδηλώσουν ελεύθερα τη λαχτάρα τους για τη Δύση. Οχι ακριβώς. Στην πραγματικότητα ο Πούτιν στ’ αλήθεια «τρέχει» μόνος του στον αγώνα. Ο πιο σκληρός πολιτικός εχθρός του, ο Αλεξέι Ναβάλνι, πέθανε σε φυλακή της Αρκτικής τον περασμένο μήνα. Ανταγωνισμό στις εκλογές αντιμετώπιζε μόνο από τρεις αντιπάλους κι ο… ισχυρότερος εξ αυτών συγκέντρωσε μόλις 4%.
Ολα αυτά ισχύουν. Ηδη στην εξουσία από το 1999, εάν υπηρετήσει τη θητεία του μέχρι την ολοκλήρωση, ο Πούτιν θα γίνει ο μακροβιότερος Ρώσος ηγέτης μετά την αυτοκράτειρα Μεγάλη Αικατερίνη τον 18ο αιώνα. Η πιο πιστή θαυμάστρια της Μεγάλης Αικατερίνης από τους σύγχρονους ηγέτες της Ευρώπης υπήρξε η Ανγκελα Μέρκελ. Τη θεωρούσε ίνδαλμά της. Χθες το Βερολίνο αρνήθηκε να συγχαρεί τον Πούτιν για την επανεκλογή του, ενδεικτικό του πολεμικού κλίματος που υπάρχει μεταξύ Δύσης – Ρωσίας. Η Γερμανίδα κυβερνητική εκπρόσωπος Κριστιάνε Χόφμαν έκανε λόγο για «δικτατορία» και για «παράνομες εκλογές σε κατεχόμενα εδάφη». Η Μεγάλη Αικατερίνη ανέβηκε στον θρόνο το 1762 και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της, το 1796, για 34 χρόνια. Ο Ιωσήφ Στάλιν ήταν ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης για 31 έτη, από το 1922 έως το 1953 που πέθανε. Εφόσον ο Πούτιν εξαντλήσει κι αυτή την εξαετία, θα είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της Ρωσίας για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, ξεπερνώντας πια ακόμα και τον Στάλιν.
Κατά τη γερμανική «FAZ» η βασική διαφορά Στάλιν – Πούτιν είναι ότι ο σημερινός πρόεδρος της Ρωσίας «δεν φυλακίζει και σκοτώνει πολίτες αδιακρίτως, αλλά στρέφεται στοχευμένα εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων και όσων θεωρεί προδότες». Ενώ ο Στάλιν διεξήγαγε ανοιχτά πόλεμο ενάντια στον ίδιο του τον λαό, ο Πούτιν επιτρέπει στην πλειονότητα του πληθυσμού να διάγει μία αρκετά ήσυχη ζωή. Ακόμα και τώρα, ο πόλεμος εναντίον της Ουκρανίας μάλλον απουσιάζει από την καθημερινότητα όσων δεν εμπλέκονται άμεσα σε αυτόν». Ομως η εικόνα που φιλοτεχνεί η Δύση περί της πλειονότητας των δυσφορούντων με τον Πούτιν Ρώσων δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το όραμα του ηγέτη της αχανούς χώρας μπορεί μεν να εξαγριώνει τη Δύση, αλλά συγκεντρώνει τη στήριξη των πολλών απλών πολιτών στη Ρωσία.
Το Levada Center είναι το μόνο ανεξάρτητο δημοσκοπικό ινστιτούτο στη Ρωσία που αναγνωρίζει η Δύση. Το Κρεμλίνο το έχει κατατάξει στη μαύρη λίστα ως «ξένο πράκτορα» από το 2016. Σε δημοσκόπηση που διεξήγαγε τον περασμένο μήνα το 75% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι η χώρα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό από κάθε άλλη φορά από τότε που τέθηκε πρώτη φορά η ερώτηση το 1996. Σύμφωνα, εξάλλου, με τις τελευταίες μετρήσεις του Carnegie Russia Eurasia Center στη Μόσχα, που αποτελεί αμερικανικό think tank, «οι περισσότεροι Ρώσοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ζουν σε μια δημοκρατία».
Στην ουσία, την ίδια ώρα που η Δύση καταδικάζει την επανεκλογή του Πούτιν ως παραβίαση «πολιτικών δικαιωμάτων», σύμφωνα με τους «Financial Times», η ρωσική οικονομία ανακάμπτει, τα ρωσικά στρατεύματα διατηρούν την πρωτοβουλία στην Ουκρανία και τα ποσοστά έγκρισης της πολιτικής Πούτιν από τους Ρώσους σκαρφάλωσαν σε ιστορικό υψηλό. Το ίδιο το Levada Center κατέγραψε πως το 86% των Ρώσων ενέκρινε την ηγεσία Πούτιν, η υψηλότερη βαθμολογία του εδώ και πάνω από επτά χρόνια. Το δημοσκοπικό αποτέλεσμα ταιριάζει σχεδόν απόλυτα με αυτό της κάλπης. Ωστόσο η ρωσική πραγματικότητα δεν παύει να είναι αντιφατική. Εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης έχουν εξοριστεί ή φυλακιστεί. Τα ΜΜΕ της χώρας παρουσιάζουν τεράστια ομοιομορφία. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθερά ένα τμήμα του ρωσικού πληθυσμού να παραμένουν σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές του Ρώσου προέδρου ό,τι κι αν γίνεται, ενώ όλο και περισσότεροι εκ των φανατικών εχθρών του βρίσκουν καταφύγιο στο εξωτερικό.
Ο ρωσικός λαός επιβράβευσε ακόμα μια φορά την εξουσία πυγμής του Πούτιν. Ο ίδιος τους υποσχέθηκε μετά το εκλογικό αποτέλεσμα ότι η ισχύς της Ρωσίας θα αυξηθεί: «Κανείς δεν θα καταπιέσει ποτέ τη Ρωσία όσο είμαστε ενωμένοι. Οι στόχοι θα επιτευχθούν. Πρέπει να κάνουμε τον στρατό ισχυρότερο. Το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών θα μας επιτρέψει να χτίσουμε μια ισχυρότερη Ρωσία». Η πλειοψηφία υποστηρίζει τον Πούτιν θεωρώντας ότι βελτιώνει τις συνθήκες ζωής τους και διαφυλάσσει την κυριαρχία τους ως έθνους. Αλλά παραμένει ασαφές τι εκλογικά ποσοστά θα του έδιναν αν είχαν να διαλέξουν κι από άλλες ισχυρές εναλλακτικές.
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΠΟΥΤΙΝ
Πρόεδρος της Ρωσίας
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε το 1952 στο Λένινγκραντ. Σπούδασε νομικά στο κρατικό πανεπιστήμιο και υπηρέτησε 15 χρόνια ως αξιωματικός ξένων πληροφοριών για την KGB. Επί μία εξαετία βρέθηκε στη Δρέσδη της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1990 αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Εγινε πρύτανης του πανεπιστημίου του Λένινγκραντ. Τον Ιούλιο του 1998 ο Μπόρις Γέλτσιν τον έκανε διευθυντή της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB, διάδοχος της KGB) και λίγο αργότερα γραμματέα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Με τη διαδοχή του Γέλτσιν να έχει πλέον κανονιστεί, ο Πούτιν διορίστηκε υπηρεσιακός πρωθυπουργός στις 9 Αυγούστου 1999. Στις 26 Μαρτίου 2000 κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με ποσοστό 53,4%. Το 2008 έγινε πρωθυπουργός και από το 2012 επέστρεψε στην προεδρία. Την Κυριακή επανεκλέχθηκε με 87%. Θα κυβερνά, άνευ απροόπτου, έως το 2030.