«Ο άνθρωπος είναι πλασμένος “κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού και καθ’ ομοίωσιν”. Αυτή η εικόνα έχει αλλοιωθεί από την αμαρτία»
Στον αντίποδα του αγιαστικού στόχου υπάρχει η υποδούλωση στα πάθη, η αποϊεροποίηση της σχέσης, η εκτροπή της σεξουαλικής ζωής και ασέβεια στη φύση.
Χαρακτηριστικά, ο Παύλος στην Προς Ρωμαίους Επιστολή:
(α) Ενώ απαριθμεί δι’ απλής αναφοράς ποικίλες εμπαθείς καταστάσεις, όταν αναφέρεται σε αυτούς που «εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι» είναι αναλυτικός, η δε γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι σκληρή και αφοριστική.
(β) Κάνοντας σαφή αναφορά στην παρά φύσιν συνάφεια ατόμων του ιδίου φύλου, την χαρακτηρίζει με βαρείς όρους, όπως «ασχημοσύνη» (α΄ 27), «ακαθαρσία» (α΄ 24) και «ατιμία» (α΄ 26), δηλαδή απώλεια της δόξας και τιμής του σώματος και του ίδιου του ανθρώπου.
(γ) Δεν καταδικάζει μόνο την πράξη ως αμαρτία, αλλά αναφέρεται κυρίως στους ανθρώπους που τη διαπράττουν, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, λέγοντας «ότι αρσενοκοίται βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσιν» και ότι «οι τα τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισί» (στ. 32).
(δ) Θεωρεί ότι «η μετάλλαξις της φυσικής χρήσεως εις την παρά φύσιν» σχέση (α΄ 26) είναι συνέπεια «της μετάλλαξης της αληθείας του Θεού εν τω ψεύδει» (α΄ 25) και της εκτροπής εκ της πίστεως στον αληθινό Θεό, «ουχ ως Θεόν εδόξασαν» (α΄ 21), όπως και σκοτισμένης και ασύνετης καρδιάς, «αλλ’ εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία» (α΄ 21). Η μη κατά φύσιν συνουσία αποτελεί ηθική έκπτωση και είναι συνέπεια της απομάκρυνσης από τον Θεό, της απόρριψης της αληθείας Του.
(ε) Η σχέση με τον αληθινό Θεό διαρρηγνύεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Θεός τούς εγκαταλείπει, τους «παραδίδει» ο Ιδιος «εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς», (α΄ 24), «εις πάθη ατιμίας» (α΄ 26) και «εις αδόκιμον νουν ποιείν τα μη καθήκοντα» (α΄ 28).
(στ) Τέλος, η κατά φύσιν συνάφεια ονομάζεται «χρήσις», που σημαίνει ότι η συνεύρεση σκοπό έχει την αξιοποίηση της φυσικής λειτουργίας και όχι την ικανοποίηση της ηδονίζουσας επιθυμίας. Η ηδονή υπηρετεί τη «χρήσιν» και επισφραγίζει την αγάπη. Αγαπώ όμως δεν σημαίνει συμπαθώ, αλλά προσφέρομαι, δίνω ό,τι έχω, τον εαυτό μου, δεν κρατάω τίποτα για μένα, αυτό είναι κένωση∙ και λαμβάνω ό,τι μου προσφέρεται ως αντίστοιχη κενωτική ανταπόκριση, όχι ως ανταπόδομα. Είναι σαν να αδειάζω από το αίμα μου και να γεμίζω με το αίμα του άλλου. Ανάλογα προσεγγίζει το θέμα και ο ιερός Χρυσόστομος, καθώς υπομνηματίζει την προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου, θεωρώντας την παρά φύσιν σχέση ως τη μεγαλύτερη αμαρτία. Η κατά φύσιν ένωση γεννά ζωή και για τους ίδιους και από τους ίδιους. Σχετική μελέτη έχει γράψει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος, στην οποία για εξοικονόμηση χρόνου παραπέμπω, χωρίς να σχολιάσω περαιτέρω το θέμα.
Τελικά, αυτό που ονομάζεται στη σύγχρονη κοινωνία δικαίωμα, αγάπη, προσανατολισμός, ταυτότητα, υπερηφάνεια, αυτό το ίδιο χαρακτηρίζεται από τον Απόστολο Παύλο ατιμία, ασχημοσύνη, ακαθαρσία, μη καθήκον, από δε τον Χρυσόστομο μανία, ύβρις, αλλόκοτη λύσσα. Και επειδή η εκτροπή από τη φύση προσβάλλει τον πυρήνα της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι οι θέσεις αυτές αντανακλούν τις ηθικές αντιλήψεις της τότε εποχής και συνεπώς θα μπορούσαν να παραθεωρηθούν.
Η αξία του ανθρώπου
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού και καθ’ ομοίωσιν». Αυτή η εικόνα έχει αλλοιωθεί από την αμαρτία. Σκοπός της Εκκλησίας είναι «η ανάστασις της πριν πεσούσης εικόνος», δηλαδή η ανάδειξη της ανθρώπινης αξίας, τιμής και δόξης. Αναφαίρετο στοιχείο σε αυτήν την πορεία είναι η ηθική κάθαρση που κατορθώνεται με την καλλιέργεια των αρετών, η οποία αναπόφευκτα περνάει από τον σεβασμό στους φυσικούς όρους, στη φυσιολογία.
Επίσης, ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικός, οι ψυχικές λειτουργίες πρέπει απαραιτήτως να εναρμονίζονται με τη φυσιολογία του σώματος. Κάθε παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα αποτελεί ασθένεια και διαταραχή που πρέπει να θεραπευθεί. Γι’ αυτό υπάρχει η επιστήμη και η γνώση. Εάν δε είναι εκουσίως προκλητή, τότε αποτελεί αμαρτία και διαστροφή. Γι’ αυτό υπάρχει η Εκκλησία. Η ρήξη της αρμονικής σχέσης ψυχής και σώματος, ως αποτέλεσμα επιλεγμένης παρέμβασης αποσκοπεί στην αλλοίωση της ανθρώπινης οντολογίας και αποτελεί βεβήλωση της ίδιας της ανθρώπινης φύσεως. Αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία διά στόματος του Αποστόλου Παύλου τη θεωρεί αμαρτία, όσο και αν όλως ασύνετα την αμνηστεύουν τα σημερινά υπουργικά στόματα. Οπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, «το παρά φύσιν δεν καθίσταται κατά φύσιν με νομικές διατάξεις» και συμπληρώνουμε εμείς∙ και η αμαρτία δεν αμνηστεύεται αυθαιρέτως με ανεύθυνες υπουργικές δηλώσεις.
Συνέπειες του προτεινόμενου νόμου
Το φαινόμενο της νομικής θεσμοθέτησης του γάμου μεταξύ δυο ατόμων του ιδίου φύλου δεν έχει ρίζες στην ιστορία, σε κανένα πολιτισμό και σε καμία θρησκεία, πουθενά δεν το συναντούμε. Ποτέ η ομοφυλοφιλική συμβίωση δεν χαρακτηρίσθηκε ως οικογένεια. Οι κοινωνίες όμως λειτούργησαν, προχώρησαν, αναπτύχθηκαν, εξελίχθηκαν, δημιούργησαν πολιτισμό. Το επιχειρούμενο πείραμα, αντί να λύσει προβλήματα, θα γεννήσει και θα τα πολλαπλασιάσει.
(α) Τυχόν ψήφιση του νόμου θα δημιουργήσει σύγχυση μεταξύ του τι είναι φυσικό και τι όχι, τι ηθικό και τι αμαρτία, τι οικογένεια και τι συμβιωτική ομάδα. Η αλλοίωση των κοινωνικών ηθών, ο εθισμός στο ελκυστικό παράξενο και αφύσικο, η δημιουργία νέων στερεοτύπων οδηγούν σε μια νέα δήθεν ηθική που αντιβαίνει πλήρως στην ηθική του Ευαγγελίου, της ιστορίας, της ελληνικής παράδοσής μας.
(β) Η ομοφυλοφιλία ως ισότιμη νομικά προς την ετεροφυλία εμφανίζεται ως εναλλακτική πρόταση ζωής στα νέα κυρίως άτομα. Αυτό σημαίνει ότι επιπλέον δημιουργεί σύγχυση ανάμεσα στο τι είναι κάποιος/α, στο πώς νιώθει και στο τι μπορεί να γίνει. Εάν η ταυτότητα του ατόμου είναι επιλέξιμη, τότε μπορεί να δοκιμάσει, να πειραματισθεί, με πιθανότατα αθεράπευτες συνέπειες. Η ανθρώπινη οντολογία μεταλλάσσεται καταστροφικά, αποκτά προοπτική υπαρκτικού θανάτου. Και όλα αυτά με την απόλυτη ευθύνη της Κυβέρνησης.
(γ) Το πρόβλημα γίνεται ιδιαζόντως μεγάλο όταν μέσω της εκπαίδευσης και της σχετικής νομοθέτησης επιβάλλεται στα παιδιά μια αγωγή σύμφωνα με την οποία παρουσιάζεται το αφύσικο και οπωσδήποτε μη επιστημονικά τεκμηριωμένο και εμπειρικά αποδεδειγμένο ως φυσικό και κυρίως ως προοδευτικό, σύγχρονο, απελευθερωτικό και φυσικά ως επιλέξιμο και επιθυμητό.
(δ) Οταν αυτός ο τύπος ζωής και οικογένειας προβάλλεται ως κάτι σύγχρονο, εύκολα μπορεί να γίνει μόδα και αντί να βοηθήσει κάποιους λίγους που βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση, να πολλαπλασιάσει επικίνδυνα την παρέκκλιση από τη φυσική οδό και εκτροπή. Η λάθος εικόνα δημιουργεί ασθένεια, η οποία μεταδίδεται ταχύτατα, δεδομένου ότι τα άτομα αυτά έχουν την τάση να προβάλλουν τον τύπο της ζωής τους ως πρότυπο δήθεν απελευθέρωσης, να παρελαύνουν καμαρωτά και με υπερηφάνεια και έτσι να δημιουργούν εθισμό και εξοικείωση, μεταμορφώνοντας το φαινόμενο σε κατάσταση, κάτω από τα χαμόγελα και τα χειροκροτήματα των απερισκέπτως νομοθετούντων.
(ε) Οπως πάλι υποστηρίζει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος, «η διαιώνιση της ανθρωπότητας έχει στηριχθεί στην ύπαρξη δυο φύλων και στην ένωσή τους. Αντίθετα, ένας τέτοιος νόμος προσβάλλει τη δημιουργία… Δεν αποτελεί κοινωνική πρόοδο αλλά σύγκρουση με τη φυσική τάξη, κατήφορο» (21.1.2024).
(στ) Η πιθανότητα αφού ψηφισθεί ο νόμος ως προτείνεται αργότερα να συμπεριλάβει και την προσφυγή σε δυνατότητες που παρέχουν οι σύγχρονες αναπαραγωγικές τεχνικές, όπως η χρήση παρένθετης μητρότητας, ως παρατηρεί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, οδηγεί αναπόφευκτα σε «σκανδαλώδη υποτίμηση της γυναίκας ως εργαλείου τεκνοποιίας, στερημένης του μητρικού της ρόλου και της συμμετοχής της σε μια ολοκληρωμένη οικογένεια. Αφαιρεί δικαιώματα και υποτιμά την αξία της».
(ζ) Ο γάμος δεν είναι δικαίωμα. Είναι θεσμός. Τον προστατεύει το Σύνταγμα επειδή συντηρεί, αναπαράγει και προάγει το Εθνος. Αντίθετα, η προπαγάνδα περί δικαιωμάτων και ισότητος των ομοφυλοφίλων στον γάμο και η τυχόν ψήφιση του νομοσχεδίου υπονομεύει το Εθνος και υπό την έννοια αυτήν λειτουργεί αντεθνικά. Οι δημογραφικές συνέπειες ενός τέτοιου νόμου φαντάζουν τρομακτικές, ιδίως μάλιστα σε μια χρονική συγκυρία σαν την παρούσα, όπου το δημογραφικό πρόβλημα αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο και χαρακτηρίζεται ως εφιάλτης, μάλιστα και από επίσημα βουλευτικά χείλη, του πρ. υπουργού κ. Τάκη Θεοδωρικάκου.
Τελικά, η νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου στην ουσία καταστρέφει τα ομοφυλόφιλα άτομα, δημιουργεί σύγχυση στα φυσιολογικά, διχάζει την κοινωνία, προσβάλλει τη φύση. Επιπλέον, ο θεσμός της οικογένειας απαξιώνεται, οι ηθικές αξίες εκφυλίζονται, ο άνθρωπος ευτελίζεται, η δημογραφική απειλή κορυφώνεται, η πίστη στον Θεό κλονίζεται, η νέα γενιά αυτοαμφισβητείται, ο πολιτισμός όπως τον γνωρίζουμε καταστρέφεται. Είναι δυνατόν να μην αντιδράσει η Εκκλησία;
Νομική διάσταση
Δεν θα ήθελα να ασχοληθώ στην παρούσα ομιλία με τη νομική διάσταση του θέματος. Το Εγκύκλιο Σημείωμα της Ιεράς Συνόδου, τα σχόλια και οι εύστοχες αναλυτικές παρεμβάσεις των αδελφών Μητροπολιτών Λαρίσης, Πειραιώς, Μάνης και Μεσσηνίας, όπως και οι επιστημονικές δημοσιεύσεις ειδικών περί το οικογενειακό και αστικό δίκαιο νομικών, καθ. Ρόης Παντελίδου, καθ. Γεωργίου Γεωργιάδη, εναργώς παρουσιάζουν νομική προσέγγιση αποδεκτή από την Εκκλησία και καταδεικνύουν με σαφήνεια τη δυνατότητα νομικών διεξόδων, προκειμένου να ρυθμισθούν ζητήματα, χωρίς την κατ’ ανάγκην νομική θεσμοθέτηση του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Το πρόβλημα δεν είναι η αδυναμία εξευρέσεως νομικών ρυθμίσεων, αλλά η ανυπαρξία πολιτικής βουλήσεως.
Γενικές σκέψεις – συνοπτικά σχόλια
Α. Σύμφωνα με τα παραπάνω, υπάρχει μια βασική αρχή που έχει τέσσερα μέρη αδιαπραγμάτευτης ισχύος. Τα φύλα: Είναι μόνον δύο, δεν υπάρχει κάτι άλλο διαφορετικό ή ενδιάμεσο, όπως εξυπονοεί ο όρος ΛΟΑΤΚΙ. Είναι μεταξύ τους διαφορετικά, που σημαίνει ότι υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στα δύο φύλα, η οποία και πρέπει με κάθε τρόπο να διατηρείται. Η ασάφεια δημιουργεί σύγχυση και η σύγχυση κρίση ταυτότητας. Δεν είναι μόνον διαφορετικά, αλλά είναι κυρίως συμπληρωματικά.
Η διαφορετικότητά τους δεν υπάρχει απλώς για να τα διακρίνει, αλλά όντας συμπληρωματικά, υπάρχει κυρίως για να υπηρετεί την ένωσή τους. Η σωματική ένωση έχει διπλό σκοπό∙ την αναπαραγωγή της ζωής και την ψυχοσωματική ολοκλήρωση του αγαπητικού συνδέσμου. Για τον λόγο αυτόν δεν αποτελεί πράξη αλλά ιερή σχέση, η οποία προφανώς και πρέπει να είναι ψυχοσωματικά άρτια και κατά φύσιν. Η αρχή της ζωής και συνεπώς η ανθρώπινη ύπαρξη στηρίζεται στην ετεροφυλικότητα. Κάθε τι που αποδυναμώνει τη διάκριση των φύλων είναι προσβολή της ιερότητας της ζωής και του ανθρώπου.
Β. Ενα επιχείρημα που συχνά ακούγεται είναι ότι εφόσον μεταξύ δυο ανθρώπων υπάρχει αγάπη, η αγάπη αυτή πρέπει να εκφρασθεί και συνεπώς δικαιούνται να συνάψουν σχέση γάμου, ακόμη και δυο άτομα του ιδίου φύλου, μιας και ο σκοπός του γάμου είναι η διά της αγάπης τελείωση. Είναι όμως η ερωτική έλξη εξ ορισμού γνήσια αγάπη, μάλιστα ανεξάρτητη των φύλων;
Η αγάπη έχει πολλές μορφές. Αλλη είναι η αγάπη μεταξύ αδελφών, άλλη μεταξύ γνωστών και φίλων, άλλη των γονέων προς τα τέκνα και αντιστρόφως, άλλη η αγάπη προς όλους, ακόμη και προς τους εχθρούς, που αναφέρει το Ευαγγέλιο. Η φυσική σχέση στις παραπάνω περιπτώσεις μπορεί να περιλαμβάνει σωματικές εκδηλώσεις απλής επαφής (εναγκαλισμούς και διακριτικούς ασπασμούς), αλλά είναι ελεύθερη από σεξουαλικές εξάρσεις και κινήσεις αμοιβαίας σωματικής ενώσεως. Δεν οδηγεί σε γάμο. Στην Καινή Διαθήκη η αγάπη, ενώ εκθειάζεται ως μείζων των αρετών και χρησιμοποιείται ως ρήμα ή ουσιαστικό 315 φορές, σε καμία των περιπτώσεων δεν συνδέεται με το ερωτικό αίσθημα, το οποίο αποκαλείται «επιθυμία».
Η ιδιομορφία της ερωτικής έλξης είναι ότι αναπόφευκτα συνοδεύεται από σεξουαλική επιθυμία, η οποία βέβαια χαρακτηρίζεται από παρορμητισμό και ηδονικό αίσθημα και συνεπώς το ενδεχόμενο η αγάπη να νοθεύεται από ανελευθερία και ιδιοτέλεια είναι ορατό. Ως εκ τούτου η σεξουαλική ικανοποίηση δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό. Αυτό αντισταθμίζεται, όταν ο σκοπός της ενώσεως είναι να δώσει ζωή σε όλες της τις μορφές και όταν τα πάντα γίνονται ενώπιον του Θεού. Η αληθινή αγάπη «είναι η εν Θεώ κοινωνία των ψυχών, όπως η κοινωνία των αγίων», είναι πάντοτε στο όνομα του Θεού, σεβόμενη ασφαλώς τα έργα Του, κορύφωση των οποίων είναι ο άνθρωπος, όπως όμως Αυτός τον δημιούργησε.
Η αγάπη προϋποθέτει σεβασμό της ανθρώπινης οντολογίας, ότι «ο Θεός εποίησεν τον άνθρωπον κατ’ εικόνα Θεού, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Εκκλησία κατανοεί τον γάμο και τον αναβιβάζει σε μυστήριο. Ο γάμος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναπαράγει τη ζωή. Εάν ίσχυε ότι η ερωτική έλξη είναι η κατ’ εξοχήν έκφραση της αγάπης και ως εκ τούτου δικαιολογεί κάθε σχέση, τότε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και η εύκολη εναλλαγή συντρόφων και έμμεσα η μοιχεία, σίγουρα δε η πολυγαμία. Ο έρωτας δεν είναι πάντοτε γνήσια αγάπη.
Γ. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αποτελεί ευθύνη της να επιλύσει προβλήματα που αντιμετωπίζουν παιδιά τα οποία γεννιούνται εντός περιβάλλοντος ομοφυλοφιλικών συμβιώσεων. Τα παιδιά όμως αυτά είναι ελάχιστα, προέκυψαν εκτός της πατρίδος μας και το όλο πρόβλημα αφ’ ενός μεν είναι εισαγόμενο, αφ’ ετέρου δε προκαλεί τεκτονικές αναστατώσεις στην κοινωνία μας, καθώς έρχεται σε κάθετη αντίθεση με τον πολιτισμό, την κοινωνική ηθική και τις αρχές μας.
Δ. Το πρόβλημα εμφανίζεται αρκετά δύσκολο, όχι εξ αιτίας της αντικειμενικά υφιστάμενης ανάγκης, που πρέπει κάπως να ρυθμισθεί, αλλά λόγω της έντονης φόρτισης που το συνοδεύει. Η Κυβέρνηση θέλει να το επιβάλει με κάθε τρόπο. Γι’ αυτό και μεθοδευμένα προβάλλει μια σχετική ιδεολογία που προφασίζεται και ηθικούς λόγους, όπως την προάσπιση ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία γίνονται διεθνώς αποδεκτά. Κάθε ένας που δεν αποδέχεται τη μεθόδευση και αντιδρά στην επιβολή των μέτρων στιγματίζεται ως αντιδραστικός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρουσιάζεται η Κυβέρνηση ως ηθικά ευαίσθητη και η Εκκλησία ως εθελοτυφλούσα έναντι των δήθεν πιεστικών προβλημάτων των δύστυχων αυτών παιδιών.
Ε. Τελικά, απευθυνόμαστε σε μια κοινωνία, κυρίως νέων, οι οποίοι αντιδρώντας έντονα στα παραδοσιακά στερεότυπα, τα έχουν αντικαταστήσει με άλλα στερεότυπα και προκαταλήψεις υπό το κάλυμμα της πολιτικής ορθότητας. Πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μας καταλαβαίνουν. Αυτό, παρά το ότι δυσκολεύει την επικοινωνία μας, δεν μας εμποδίζει, αλλά μας επιβάλλει να μιλήσουμε με σωστό τρόπο, με λογική επιχειρηματολογία, τεκμηριωμένα, με κατανόηση, με ευγένεια, με έμπνευση, με πληρότητα χριστιανικού ήθους και φρονήματος, αλλά και με μαχητικότητα. Ο λόγος μας ως Εκκλησίας πρέπει να είναι προφητικός, ανεξάρτητα από εάν μας αποδέχονται ή όχι. Οι προφήτες δεν εισακούσθηκαν, μάλλον εδιώχθησαν. Ομως όλοι επιβεβαιώθηκαν.
Στ. Πρότασή μας δεν είναι να εγκαταλειφθούν τα παιδιά στο έλεος του Θεού, αλλά να βρεθούν λύσεις που να μην προσβάλλουν τον θεσμό της οικογένειας και του γάμου. Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχουν λύσεις και δυνατότητα νομικών ρυθμίσεων προς αυτήν την κατεύθυνση, ούτε και η έλλειψη επιχειρημάτων από την εκκλησιαστική πλευρά. Το πρόβλημα αναδεικνύεται και μεγεθύνεται από την έλλειψη πολιτικής βούλησης και την πληθώρα παραπλανητικών δικαιολογιών από την πλευρά της Κυβέρνησης.
Για παράδειγμα η Κυβέρνηση επιμένει στη λεγόμενη τεκνοθεσία αυτών των παιδιών. Είναι όμως τόσα λίγα τα παιδιά ομοφυλοφίλων και πολύ λιγότερα αυτά που ενδεχομένως θα ορφανέψουν. Η άποψη που εξέφρασε η Ιερά Σύνοδος ότι τα παιδιά δεν είναι «κατοικίδια ζώα συντροφιάς» ή «αξεσουάρ» δεν είναι αστείο λογοπαίγνιο. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, το 2021 υπήρχαν 73 διαθέσιμα παιδιά προς υιοθεσία και εκκρεμούσαν 825 αιτήσεις για υιοθεσία. Συνεπώς δεν έχουμε παιδιά για τα οποία δεν υπάρχουν οικογένειες να τα υιοθετήσουν. Δυστυχώς, το επιχείρημα των παιδιών τα εργαλειοποιεί και εμποδίζει να διακρίνουμε την αλήθεια. Εκτός τούτου, όπως αναφέρει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, «τα ετερόφυλα ζευγάρια για να υιοθετήσουν παιδί περνούν από ψυχολογική εξέταση. Αυτό δεν σημαίνει κάτι; Δεν βλέπουν ότι επιστημονικά δεν μπορεί να γίνει υιοθεσία μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών; Αφήνω τον κοινωνικό αντίκτυπο στην άκρη».
Ζ. Το πρόβλημα των παιδιών που μεγαλώνουν σε τέτοιο περιβάλλον είναι μεγαλύτερο που γεννήθηκαν από όταν και αν ορφανεύσουν. Τούτο, διότι δεν είναι ότι δεν έχουν πατέρα ή μητέρα, αλλά ότι έχουν αντί για μητέρα πατέρα και αντί για πατέρα μητέρα. Η σύγχυση είναι προφανής. Η μονογονεϊκή οικογένεια προκαλεί στέρηση αλλά όχι σύγχυση. Η ομοφυλοφιλική προξενεί και τα δυο. Παρά ταύτα, το θέμα δεν είναι τόσο η τεκνοθεσία, αφού προς το παρόν αφορά ελάχιστα παιδιά. Αυτά δε που ενδεχομένως θα χάσουν τη φυσική ή τη νόμιμη μητέρα τους και πρέπει κάποιος να τα αναδεχθεί είναι ελάχιστα.
Το θέμα είναι κυρίως ο γάμος. Αυτός θα αυξήσει και τις παρά φύσιν αυτές σχέσεις, θα αυξήσει τα άτομα που εμφανίζονται με σύγχυση ταυτότητος φύλου και θα αυξήσει τον αριθμό των δύστυχων αυτών παιδιών που γεννιούνται κάτω από τέτοιες αφύσικες συνθήκες. Μεγαλύτερο από το πρόβλημα της ορφάνιας, ότι το παιδί θα χάσει τον βιολογικό του γονέα, είναι ότι μεγαλώνει αφύσικα με δυο γονείς του ίδιου φύλου. Πρέπει πάση θυσία να προληφούν οι γεννήσεις τέτοιων παιδιών. Και αντί αυτό να επιδιώξει ο νόμος, επιτυγχάνει το αντίθετο.
Η. Τελικά, υπάρχει το εξής παράδοξο. Αυτό που μέχρι τώρα γνωρίζαμε από την Κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ ήταν η απέχθεια προς την οικογένεια, τον γάμο, τα παιδιά, τους θεσμούς, την Εκκλησία. Και τώρα ζητούν την προστασία του Κράτους γι’ αυτά που η ιδεολογία και η πρακτική τους πολεμούσε. Δεν τα ζητούν επειδή άλλαξαν γνώμη, αλλά για να τα παραμορφώσουν κατά το δοκούν. Και η Κυβέρνηση συναινεί και εξαγγέλλει… το θαύμα! Η κραυγή απορίας του Αποστόλου Παύλου για τη συμπεριφορά των Γαλατών εκφράζεται και από εμάς για την ανεξήγητη επιμονή και στάση της Κυβέρνησης: «Ω ανόητοι Γαλάται, τις υμάς εβάσκανε τη αληθεία μη πείθεσθαι»!
Θ. Ο Πρωθυπουργός ομολόγησε δημόσια ότι η ψήφιση του νομοσχεδίου επαφίεται στη συνείδηση των βουλευτών και για τον λόγο αυτόν δεν θέτει θέμα κομματικής πειθαρχίας. Θέμα συνείδησης όμως, σημαίνει ότι είναι αξιακό και ιδεολογικό. Στην πράξη αυτό που βλέπουμε προκλητικώς να προτάσσεται της ηθικής συνείδησης είναι η πολιτική συνείδηση, δηλαδή η ανάγκη διατήρησης της ενότητας της παράταξης. Αν είναι δυνατόν!
Για την Εκκλησία το θέμα δεν είναι η προστασία της δικής της τυπικής παράδοσης (έτσι έμαθε να λέει και να κάνει), αλλά της βαθιάς συνείδησης της πίστεως. Για τον λόγο αυτόν ούτε πιέσεις άνωθεν ασκούνται στους Μητροπολίτες, ούτε εκκλησιαστική πειθαρχία χρειάζεται, ούτε διαρροές υπάρχουν, ούτε η ομοφωνία κινδυνεύει, ούτε βέβαια οργανωμένα «φροντιστήρια» γίνονται. Μακάρι τα μέλη της Κυβέρνησης να είχαν λίγη από την ελευθερία συνείδησης των μελών της Ιεραρχίας μας! Πόσο διαφορετικό θα ήταν το αποτέλεσμα! Πόση διαφορετική η κοινωνία!
Το όλο θέμα είναι θέμα κοινής λογικής και προσωπικής και κοινωνικής ηθικής. Εξ αυτού πηγάζουν και η ποιμαντική μας ευθύνη και η ευθύνη του λόγου. Η Εκκλησία ασφαλώς και δεν νομοθετεί. Ούτε και θα ήθελε. Εχει τους νόμους της και είναι διαχρονικοί, αιώνιοι και θεόσδοτοι. Δεν νομοθετεί και γι’ αυτό δεν φέρει ευθύνη. Φέρει όμως βαρύτατη ευθύνη μόνον εάν σιωπήσει. Και δεν πρέπει να το κάνει. Πρέπει να φωνάξει και δυνατά.
Ι. Οπως υπαινίχθην προηγουμένως, η στάση της Εκκλησίας παρουσιάζεται ως αφιλάνθρωπη και ανάλγητη έναντι των δήθεν πιεστικών προβλημάτων των δύστυχων αυτών ομάδων και ως εντελώς ασυνεπής έναντι της ευαγγελικής διδασκαλίας της περί αγάπης. Παίρνω ένα απόσπασμα από την κατακλείδα της υπέροχης, εμπεριστατωμένης, συστηματικής και περιεκτικής παρέμβασης του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γουμενίσσης κ. Δημητρίου, που βιωματικά εκφράζει το πώς ζει η Εκκλησία την πρόκληση της αγάπης προς τον αμαρτάνοντα και του μίσους έναντι της αμαρτίας, το οποίο και παραθέτω:
«Η Εκκλησία ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ τους μετανιωμένους για κάθε πάθος, για κάθε πτώση. Δεν στιγματίζει. Δεν στοχοποιεί. Δεν καταδικάζει. ΟΜΩΣ, Δεν συμβιβάζεται με την παθολογία. Υιοθετεί τον άνθρωπο στην προοπτική της μετάνοιας, της οντολογικής φυσικότητας και κυρίως της σωτηρίας. Δεν υιοθετεί τα πάθη του ανθρώπου. Ο συμβιβασμός θα ήταν σαν ο γιατρός να ονοματίσει τον καρκίνο ότι είναι φυσιολογική κατάσταση υγείας… Ο Θεός έσωσε την πόρνη, τον ληστή, τον τελώνη, τον άσωτο υιό, σαν ανθρώπους, όχι σαν παθιασμένους ανθρώπους… Δεν γίνεται λοιπόν η Εκκλησία -ως σώμα Χριστού- να ενεργεί διαφορετικά. Δεν είναι χώρος πανδημίας των παθών».
Σχόλιο στους χειρισμούς της κυβέρνησης
Α. Είναι αλήθεια ότι η πίεση που ασκείται με την πανδημία της έμφυλης ιδεολογίας είναι τεράστια σε παγκόσμιο επίπεδο. Με όλη αυτή την προπαγανδιστική διάχυση της σχετικής πληροφορίας ούτε να ξεχωρίσει η αλήθεια από το ψέμα είναι εφικτό, ούτε να σκεφθεί κανείς και να κρίνει ελεύθερα είναι δυνατό, ούτε και οι κυβερνήσεις να αξιολογήσουν και να αποφασίσουν ανεπηρέαστες είναι εύκολο. Η πίεση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας είναι ασφυκτική, τόσο που προκειμένου να προχωρήσουν οι κυβερνήσεις σε κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις και προσαρμογές δεν χρειάζονται οδηγίες από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η πίεση των συνθηκών αρκεί.
Συνεπώς, δεν είναι εύκολο υπό τις παρούσες συνθήκες η Κυβέρνηση να ταυτίσει τις επιλογές της με τις αρχές της Εκκλησίας. Είναι όμως επιβεβλημένο να σεβαστεί την ιδιοπροσωπία του λαού μας, την ιστορία, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό μας, την Εκκλησία. Δεν το κάνει. Εδώ είναι το πρόβλημα. Οι κυβερνήσεις που έχει ανάγκη ο τόπος δεν είναι για τα εύκολα, είναι για τα δύσκολα, αλλά αληθινά και συνετά.
Β. Το ερώτημα που αιωρείται αναπάντητο είναι τελικά ποιος ο λόγος αυτής της απόφασης; Ποια η ανάγκη; Πόσους αφορά άμεσα; Πόσες τελικά είναι αυτές οι περιπτώσεις που χρήζουν νομοθετική θεραπεία; Γιατί τόση σπουδή; Θα μπορούσαν ενδεχομένως οι κυβερνητικοί να προχωρήσουν ανεχόμενοι την κατάσταση, συρόμενοι σε λύσεις που κάπως τους επιβάλλονται ή και να περιμένουν. Αντίθετα, αυτοί διακηρύσσουν την πολιτική τους με ενθουσιασμό. Βιάζονται. Εχουν στρατηγικό σχεδιασμό και καυχώνται.
Γ. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι ότι ψηφίζουν το νομοσχέδιο, αλλά ότι το υποστηρίζουν και το προβάλλουν ως πρόοδο. Είναι ότι, ενώ αντιλαμβάνονται ότι η συνείδηση των βουλευτών τους, την οποία επικαλούνται, είναι αντίθετη, προχωρούν με κάθε μέσο βιάζοντάς τη. Είναι ότι οι δύο τρεις μη θεσμικοί σύμβουλοι του πρωθυπουργού επιβάλλουν τις επιλογές τους στην πλειοψηφία των εκλεγμένων από τον λαό βουλευτών της Κυβέρνησης. Είναι ότι η Κυβέρνηση μας λέει τι είναι και τι δεν είναι αμαρτία, καταργώντας στην ουσία την Εκκλησία, ενώ στα λόγια διακηρύσσει ότι τη σέβεται. Αυτό που η Εκκλησία ως αρμόδια μπορεί να πει είναι ότι μεγαλύτερη από την αμαρτία αυτών που έχουν το πρόβλημα είναι η αμαρτία αυτών που το δημιουργούν νομοθετώντάς το και το πολλαπλασιάζουν. Κάτι παραπάνω γνωρίζει για το τι είναι αμαρτία ο Απόστολος Παύλος από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο!
Δ. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε αυτό που πρόσφατα δήλωσε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης κ. Ιερώνυμος ότι «όποιος αψηφά τις παρακαταθήκες της Εκκλησίας κάνει κακό στην κοινωνία». Αυτό γιατί η Εκκλησία, εκτός από την εμπειρία της θείας χάριτος, έχει και τη μακροχρόνια εμπειρία της ζωής, μάλιστα, ας μου επιτραπεί να πω, πολύ μεγαλύτερη από την εμπειρία της κάθε Κυβέρνησης, που ενώ είναι προσωρινή καυχάται ότι η οπτική της είναι αναγκαστικά ευρύτερη. Είναι απλό. Κάνουν λάθος. Είναι αναγκαστικά ασύγκριτα στενότερη, μυωπική. Γιατί, ενώ νομοθετούν, αγνοούν τον άνθρωπο. Δείχνουν να μην τον σέβονται.
Ε. Αντίθετα, η διαχρονική αποστολή της Εκκλησίας ήταν, είναι και θα είναι να αναδεικνύει και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου, η οποία βασίζεται στην ηθική και αυτή στους φυσικούς όρους. Η Εκκλησία είναι πανεπιστήμιο ανθρωπολογίας. Ενα ξεφύλλισμα του Ευαγγελίου, μια ματιά στη Φιλοκαλία, λίγες σελίδες από τα συναξάρια, αρκούν να το αντιληφθεί κανείς. Η πολιτεία έχει ευθύνη κυρίως να προστατεύσει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Οταν καταρρέει η αξία, καταργείται και η αξιοπρέπεια. Και τότε αποτυγχάνει η κυβερνητική πολιτική και την πληρώνει η κοινωνία.
Καταληκτικές σκέψεις
Α. Σε τελική ανάλυση το θέμα είναι ψυχοκοινωνικό και το όλο πρόβλημα ξεκινάει από το ότι αποξενώνεται η σεξουαλικότητα από τη βιολογική ταυτότητα και από το ότι ταυτίζεται η αγάπη με τη σεξουαλική έλξη. Η επικρατούσα τάση είναι να υποταχθεί ακόμη και η φυσιολογία στην «πολιτική ορθότητα», το τι είναι ένας άνθρωπος, στο πώς θα ήθελε να είναι ή στο πώς θέλουμε να τον καταντήσουμε. Την αρχή της συμπληρωματικότητας την αντικατέστησε το δόγμα της συμπεριληπτικότητας και την αξία της ελευθερίας ο νόμος του δικαιωματισμού.
Β. Αντί η σύγχρονη κοινωνική αντίληψη να προσπαθεί να δικαιολογήσει τα πάντα και ένοχα να υποστηρίζει το φαινόμενο αυτής της ψυχοσωματικής δυσαρμονίας ή νομικά να δώσει διέξοδο σε κάθε αφύσικη, αλόγιστη και νοσηρή επιθυμία ή και να αναπτύξει αντίστοιχες τεχνολογίες, θα έπρεπε φιλάνθρωπα να το αναγνωρίσει ως πρόβλημα και να αγωνιστεί με όλα τα μέσα που διαθέτει, πνευματικά, ψυχολογικά, να το θεραπεύσει, ώστε όσοι επιθυμούν να μπορούν να βοηθηθούν. Όταν η ψυχή δεν εναρμονίζεται με το σώμα, τότε η ψυχιατρική, αντί, αποκλείοντας την παρέκκλιση από τη φυσική οδό ως ψυχική διαταραχή, να καταθέσει τα όπλα, θα έπρεπε να τα αξιοποιήσει. Και αντί να ποινικοποιηθούν οι «θεραπείες μεταστροφής», θα έπρεπε να αναπτυχθούν θεραπείες επιστροφής σε αυτό που ο κάθε άνθρωπος στη φύση του είναι, αλλά δυστυχώς κάποιοι δυσκολεύονται να βιώσουν.
Γ. Από τότε που η ψυχιατρική διέγραψε την ομοφυλοφιλία από τη λίστα των ψυχικών διαταραχών, παραιτήθηκε από τη σχετική έρευνα και έμειναν τα δύστυχα αυτά άτομα αβοήθητα με μοναδική συντροφιά την ελπίδα σε μια βολική νομοθεσία και τη διεκδίκηση δικαιωμάτων με παρελάσεις αυτοεξευτελισμού και ντροπής.
Το μεγαλύτερο λάθος μας ως Εκκλησίας θα ήταν να δεχθούμε ότι η ομοφυλοφιλική πράξη, εκτός από ψυχική διαταραχή, δεν είναι και αμαρτία. Τα πρόσωπα αυτά, εκτός από την ελπίδα της ψυχιατρικής θεραπείας, θα είχαν χάσει οριστικά και τη σωτήρια διάθεση μετανοίας και την αναζήτηση της παρηγορίας του θείου ελέους για τις δικές τους εκτροπές. Η ομοφυλοφιλία είναι μια ασθένεια που τη γέννησε η διάχυτη κοινωνική αμαρτία και μπορεί ασφαλώς να τη θεραπεύσει η Εκκλησία. Μαζί με όλες τις μεγάλες δικές μας αμαρτίες, μπορεί να αγκαλιάσει θεραπευτικά και αυτήν.
Δ. Τελικά, η εξίσωση του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου με τον ιερό θεσμό του γάμου, όπως τον γνωρίζει η ανθρώπινη φύση και τον αναγνωρίζει η Εκκλησία, θα μονιμοποιήσει την παρά φύσιν εκτροπή, θα συμβάλει στη μετάδοση και στον πολλαπλασιασμό της με καταστροφικές συνέπειες για την ανθρώπινη ζωή και την κοινωνία. Και την αιτία της δεν θα πρέπει να την ψάξουμε σε νευροφυσιολογικά αίτια.
Η κρίση είναι πνευματική. Και δυστυχώς πολύ βαθιά
Η ευθύνη μας ως Εκκλησίας να καταδείξουμε το πρόβλημα και να αντιδράσουμε είναι μεγάλη. Η αντίδρασή μας πρέπει να είναι δυναμική. Απλά πρέπει να είμαστε και προσεκτικοί. Ο λόγος μας πρέπει να συνδυάζει την προφητική δύναμη της αιώνιας και σώζουσας αλήθειας με τη διακριτική κατανόηση της πραγματικότητας και των αδυναμιών της ανθρώπινης φύσεως».
Δείτε επίσης: Ο Ιερώνυμος επέβαλε στους Αρχιερείς σιωπητήριο!
Δείτε επίσης: Ολόκληρη η ιστορική εισήγηση του μητροπολίτη Μεσογαίας Νικολάου!
Δείτε επίσης: «Η ένωση ενός άνδρα και μίας γυναίκας δημιουργεί το θαύμα της ζωής»!