Θύελλα αντιδράσεων από την Επαγγελματική Ενωση Παθολόγων για τις εξαγγελίες της αναπληρώτριας υπ. Υγείας Ειρήνης Αγαπηδάκη
«Θρίλερ» με τις εξαγγελίες της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας Ειρήνης Αγαπηδάκη περί κατάργησης των αγροτικών γιατρών και μετατροπή τους σε προσωπικούς. Οι παθολόγοι τονίζουν ότι μία τέτοια εξέλιξη θα ενείχε «σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των ασθενών», καθώς οι αγροτικοί γιατροί διαθέτουν ελάχιστη κλινική εμπειρία σε σχέση με τους παθολόγους.
Ολα άρχισαν την περασμένη Παρασκευή, όταν η κυρία Αγαπηδάκη ανακοίνωσε μια μεταρρύθμιση που έχει ως στόχο να αυξήσει τον αριθμό των παθολόγων και των γενικών γιατρών στη χώρα μας και να ενισχύσει τον θεσμό του προσωπικού ιατρού. Συγκεκριμένα, η αναπληρώτρια υπουργός πρότεινε την κατάργηση του «αναχρονιστικού» -όπως δήλωσε- θεσμού της υποχρεωτικής υπηρεσίας ιατρών υπαίθρου και τη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής θητείας προσωπικού ιατρού, διάρκειας ενός έτους, με σκοπό να καλυφθεί το σύνολο του πληθυσμού της χώρας με προσωπικούς ιατρούς.
Επιπλέον, ανέφερε ότι θα δοθούν κίνητρα στους νέους γιατρούς μετά την υποχρεωτική θητεία ως προσωπικοί γιατροί να μπορούν να επιλέξουν την ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής ή της Παθολογίας, ώστε σε βάθος τετραετίας να έχουν καλυφθεί οι ανάγκες της χώρας μας σε γενικούς γιατρούς και παθολόγους, φτάνοντας από το ισχύον 6% στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 26%. Παράλληλα γνωστοποίησε και το -ομολογουμένως ιδιαίτερα φιλόδοξο- πρόγραμμα επαναπατρισμού Ελλήνων γενικών γιατρών και παθολόγων από την Κύπρο και τη Βρετανία.
Σήκωσε το γάντι
Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτές οι εξαγγελίες προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων. Η Επαγγελματική Ενωση Παθολόγων (ΕΕΠ) σήκωσε το γάντι και μίλησε περί «κακής έμπνευσης κίνητρα», συγκρίνοντας τις διαφορετικές ειδικότητες και τον βαθμό εμπειρίας μεταξύ των αγροτικών και των προσωπικών γιατρών: «Ποιοι λαμπροί νόες επιχειρούν να τοποθετήσουν ιατρούς με μηδενική κλινική εμπειρία ως προσωπικούς στη θέση αγροτικών ιατρών, ενώ οι παθολόγοι έχουν πέντε χρόνια κλινική άσκηση στην Παθολογία, όπως και οι παιδίατροι στην Παιδιατρική και οι γενικοί ιατροί πλέον έναν χρόνο στην Παθολογία και τρεις μήνες στην Παιδιατρική και συνολικά πέντε χρόνια με τα υπόλοιπα γνωστικά τους αντικείμενα. Με την κατάληψη αυτών των θέσεων από ανειδίκευτους ιατρούς θα προκύψουν σοβαροί κίνδυνοι για την υγεία των ασθενών, η οποία κατά τη γνώμη μας θα βρίσκεται σε συνεχή απειλή».
Στρατηγική
Συμπληρώνοντας, η ΕΕΠ δηλώνει ότι η εφαρμογή του θεσμού του προσωπικού γιατρού, για να φέρει αποτέλεσμα, χρειάζεται συζήτηση, στρατηγική και τακτικές που να καλύπτουν τις ιδιαίτερες ανάγκες της χώρας μας και να αξιοποιούν τις χιλιάδες των γιατρών που έχουν ειδίκευση, ενώ τονίζει πως «το ευφυολόγημα της εφάπαξ χορήγησης 40.000-50.000 ευρώ για την επιλογή της ειδικότητάς του παθολόγου είναι ένα κακής έμπνευσης κίνητρο» και ότι είναι προτιμότερο να βρεθεί μία λύση «για την ομαλή λειτουργία των νοσοκομείων και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με ανθρώπινες συνθήκες για γιατρούς και ασθενείς και αντί υποσχέσεων για ποσά, που δεν πρόκειται ποτέ να δώσει για τον επαναπατρισμό ιατρών, ας φροντίσει για τις σωστές αμοιβές σε όλες τις βαθμίδες υγείας».
Τέλος, η ΕΕΠ δηλώνει ότι θα είναι παρούσα σε κάθε συζήτηση με το υπουργείο για την επίλυση των υπαρχόντων προβλημάτων, ωστόσο ζητά «την απόσυρση όλων αυτών των προτάσεων, οι οποίες εκ των προτέρων δυναμιτίζουν το κλίμα».
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινήθηκε και ο γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Γενικής / Οικογενειακής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) Ευάγγελος Φραγκούλης, ο οποίος λέει ότι είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι το υπουργείο Υγείας προτίθεται να δώσει κίνητρα στους νέους για να επιλέξουν τον θεσμό του οικογενειακού γιατρού και του παθολόγου, ωστόσο τονίζει πως τον κρίσιμο ρόλο στην επιλογή ειδικότητας για έναν νέο γιατρό τον έχει «το πώς προδιαγράφεται το μέλλον του ως ειδικευμένου γιατρού στη χώρα και εκεί πρέπει να δοθεί η μεγαλύτερη βαρύτητα.
Προέχει, συνεπώς, να γίνουν επαρκώς ελκυστικές οι συνθήκες εργασίας, οι οικονομικές απολαβές και όχι μόνο του ειδικευμένου γιατρού της ΠΦΥ». Σε αντίθετη περίπτωση, ο νέος γιατρός, αφού ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του, πιθανόν να καταφύγει στο εξωτερικό, όπου οι προτάσεις εργασίας είναι περισσότερο δελεαστικές.