Η Τουρκία του «σουλτάνου» που προκύπτει μετά τις εκλογές είναι η πιο εθνικιστική στα 100 χρόνια της Ιστορίας της
Ο Ερντογάν απολαμβάνει τον θρίαμβό του στο παλάτι του 1,2 δισεκατομμυρίου δολαρίων με περισσότερα από 1.000 δωμάτια. Διέψευσε όλες τις δημοσκοπήσεις και τις προσδοκίες της Δύσης. Ο Κιλιτσντάρογλου ηττήθηκε πανηγυρικά. Επειτα από 20 χρόνια στην εξουσία ο Ερντογάν φροντίζει την υστεροφημία του. Μ’ αυτή τη νίκη θέλει να μείνει στη συνείδηση των Τούρκων ως ο «Ατατούρκ του 21ου αιώνα».
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Η ηγεσία Ερντογάν διαχωρίζεται σε δύο περιόδους: προ και μετά αυταρχικότητα. Ηταν τον Φεβρουάριο 2010, όταν συνέλαβε πρώτη φορά 18 εν ενεργεία και απόστρατους αξιωματικούς για απόπειρα πραξικοπήματος. «Κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου» έλεγε τότε. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, και ειδικά μετά την αμφιλεγόμενη επιχείρηση πραξικοπήματος του 2016, εκκαθαρίσεις. Χιλιάδες δικαστικοί, στρατιωτικοί, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, πολίτες «σαρώθηκαν» από τη «μηχανή εξουσίας» του Ερντογάν.
Ο στρατός υποτάχθηκε σ’ αυτόν. Το ίδιο και η Δικαιοσύνη. Τα ΜΜΕ εξαγοράστηκαν από «φίλους» του ή τα έκλεισε. Τα social media «ελέγχθηκαν». Στο τέλος τον υπηρέτησε ακόμα και η Κεντρική Τράπεζα. Ο Ερντογάν «έσπασε» συμμαχίες με τη Δύση, απείλησε την Ελλάδα, εκβίασε με το Μεταναστευτικό, απομακρύνθηκε από την Ευρώπη, ήρθε ακόμα πιο κοντά στη Ρωσία και ενεπλάκη σε πολέμους στη Συρία, στη Λιβύη, στο Ιράκ.
Η Δύση πίστεψε ότι η ενωμένη αντιπολίτευση θα τον «ρίξει». Ούτε, όμως, ο πληθωρισμός ούτε η απαξίωση της τουρκικής λίρας γκρέμισαν τον οθωμανικό απολυταρχισμό του «σουλτάνου». Η Δύση παραμένει μπερδεμένη. Αδυνατεί να αντιληφθεί γιατί χθες η πλειονότητα των Τούρκων επέλεξε ξανά Ερντογάν. Μια πιθανή απάντηση ότι δεν ενέπνευσε ο Κιλιτσντάρογλου δεν αποδίδει τη μεγάλη εικόνα.
Ναι, η χώρα μαστίζεται από την ακρίβεια, τις δωροδοκίες, την πελατοκρατία. Αλλά ο Τούρκος ψηφοφόρος βλέπει με ικανοποίηση ότι η χώρα του μετατρέπεται σε μια ισχυρή ισλαμιστική – εθνικιστική και πολεμοχαρή δύναμη. Παράγει δικά της όπλα, επιδεικνύει εμπράκτως τη στρατιωτική ισχύ της σε γείτονες, αψηφά ακόμα και τη δυσαρέσκεια της Αμερικής.
Το φαΐ στην κατσαρόλα δεν φουσκώνει πάντα το στομάχι των Τούρκων, αλλά το ηθικό και η εθνική ταυτότητα φαίνεται ότι αρκούν για να «χορτάσουν» τα κενά περηφάνιας τους. Σήμερα το πρωί η Τουρκία παραμένει μια διχασμένη χώρα. Με ανίσχυρο νόμισμα, πληθωρισμό στα ύψη και εκατομμύρια αστέγους από τα ερείπια του σεισμού. Η πλειονότητα, όμως, έστεψε ξανά τον Ερντογάν βασιλιά. Θα συνεχίσει να κυβερνά έναν λαό που ουσιαστικά έχει φτιάξει πια κατ’ εικόνα του.
Πρακτικά, ο Ερντογάν έχει «επαναπρογραμματίσει» ολόκληρη την Τουρκία ώστε να μπορεί να διατηρεί την εξουσία. Από φαραωνικά έργα υποδομής μέχρι τηλεοπτικές σαπουνόπερες, από πολυδιαφημισμένα οπλικά συστήματα made in Turkey μέχρι τη μετατροπή της Αγ. Σοφίας σε τζαμί, ολόκληρη η χώρα στρίβει προς την αναβίωση ενός μεγαλοπρεπούς οθωμανικού παρελθόντος.
Η Τουρκία που προκύπτει μετά τις εκλογές της Κυριακής είναι η πιο εθνικιστική στα 100 χρόνια Ιστορίας της. Ποτέ από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 δεν έχει μετρήσει τόσο πολλούς εθνικιστές και ισλαμιστές νομοθέτες στη Βουλή. Ενα από τα πιο μεγαλόστομα συνθήματα του Ερντογάν καθ’ οδόν για τις εκλογές ήταν η υπόσχεση για έναν «τουρκικό αιώνα».
Οπως σε κάθε τόπο όπου κουμάντο κάνει μια παντοδύναμη κυβέρνηση, υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα που δουλεύει πολύ πριν από τις κάλπες. Τηλεόραση, τράπεζες, επιχειρηματίες, όλα είναι μοχλοί μιας πολιτικής εκστρατείας. Μπορεί οι εκτός Τουρκίας αναλυτές να περιγράφουν την κυβέρνηση ως «ισλαμιστική», αλλά στην πραγματικότητα είναι ο εθνικισμός όχι η θρησκεία η κινητήρια δύναμη του Ερντογάν.
Η χώρα του έχει μπει σε μια διαρκή πολιτική εχθρικότητας, απειλών και μόνιμων απαιτήσεων για ακρωτηριασμό της Ελλάδας. Στο εσωτερικό, η απόπειρα σερβίρεται στους Τούρκους ως «παράπονο» για αδικίες που έχει, υποτίθεται, υποστεί η πατρίδα τους μέσα από τις Διεθνείς Συνθήκες. Το αποτέλεσμα είναι μια άγρια εθνικιστική χώρα, ακραία ανταγωνιστική και πλήρως αποθρασυμένη για το τι είναι δικό της και τι ανήκει σε άλλους.
Για τον Ερντογάν, ο «τουρκικός αιώνας» που διατυμπανίζει στους ψηφοφόρους του θα έχει σαν συμβολική αφετηρία την επερχόμενη εκατονταετηρίδα της Τουρκίας που ιδρύθηκε υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ στις 29 Οκτωβρίου 1923. Αλλά η φιλοδοξία του είναι η δική του ερντογανική κληρονομιά να επισκιάσει στο μέλλον τον εθνικό ήρωα της Τουρκίας, Ατατούρκ, που έμεινε για 15 χρόνια στην προεδρία.
Αρχικά θεωρήθηκε ευάλωτος επειδή κακοδιαχειρίστηκε την οικονομία. Την ίδια ώρα αυτός πλάσαρε πιο επιτυχημένα στο «εκπαιδευμένο» κοινό του το αφήγημα ότι οι εκλογές έχουν κυρίως να κάνουν με την ηγεμονία της Τουρκίας. Το μήνυμα του Ερντογάν πέρασε μια χαρά στην τουρκική κοινωνία. Από σήμερα οι Τούρκοι θα συνεχίσουν να έχουν για πέντε χρόνια ακόμα τον αυταρχικό ηγέτη που επιθυμούσαν.
Το βασικό αντεπιχείρημα του «σουλτάνου» στην κριτική για τη διολίσθηση της χώρας στον αυταρχισμό ήταν οι δύο γύροι των εκλογών. «Πώς θα μπορούσε κάποιος που πηγαίνει σε δεύτερο γύρο, αντί να ολοκληρώσει στον πρώτο γύρο με το 49,5%, να είναι δικτάτορας;» αναρωτήθηκε σε συνέντευξη στο CNN.
Δημοκρατία δεν είναι μόνο οι εκλογές. Οταν το σύστημα ενημέρωσης στερεί από τον κόσμο σημαντικές πληροφορίες, οι αποφάσεις που λαμβάνουν στην κάλπη δεν είναι πάντα ανεπηρέαστες. Αλλά αυτό καθόλου δεν στενοχωρεί τον Ερντογάν. Ούτε ίσως και τον «γείτονά του» στην Αθήνα.
ΤΑΓΙΠ ΕΡΝΤΟΓΑΝ
Πρόεδρος Τουρκίας
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε το 1954 σε εργατική συνοικία της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας του υπηρετούσε στην τουρκική ακτοφυλακή. Στο βιογραφικό του εμφανίζει ότι σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, αν και υπάρχει αμφισβήτηση για το κατά πόσο πήρε πτυχίο. Είναι ιδρυτής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ενώ από το 1994 έως το 1998 υπήρξε δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Από το 2003 έως το 2014 ήταν πρωθυπουργός της Τουρκίας και από το 2014 πρόεδρος της χώρας. Επί των ημερών του η Τουρκία ασκεί επιθετική νεοοθωμανική εξωτερική πολιτική κι έχει οπισθοδρομήσει σε ζητήματα δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διαφθοράς.