Ο πρωθυπουργός απέφυγε στο υπουργικό συμβούλιο ακόμη μία φορά να αναλάβει όλη την ευθύνη για την τραγωδία και τη μοίρασε σε όσους κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια
Φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς, φταίει και ο… Χατζηπετρής!» είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο υπουργικό συμβούλιο, αποφεύγοντας ακόμη μία φορά να αναλάβει όλη την ευθύνη για την τραγωδία των Τεμπών, δεδομένου ότι κυβερνάει τέσσερα ολόκληρα χρόνια, αλλά τη μοιράζει σε όλους όσοι κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια. Κι όσο κι αν η χθεσινή του συγγνώμη μοιάζει πιο ειλικρινής από τις προηγούμενες, λέγοντας επιπλέον ότι «αναλαμβάνω την ευθύνη και δεν θέλουμε να κρυφτούμε πίσω από μια σειρά ανθρώπινων σφαλμάτων», δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι από την ημέρα της τραγωδίας άλλαξε στάση τρεις φορές, προσπαθώντας ασθμαίνοντας να κατευνάσει τη λαϊκή οργή, η οποία την Τετάρτη το μεσημέρι ξεχείλισε σαν ποτάμι σε μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις που έγιναν ποτέ στην Αθήνα.
Αρχικά ο πρωθυπουργός με την ομιλία του έδειξε ότι οι εκλογές θα γίνουν τον Μάιο ή τουλάχιστον όχι πριν από το Πάσχα, όπως ήταν ο προγραμματισμός πριν από το δυστύχημα. Κι αυτό το έκανε με έμμεσο τρόπο, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, είπε στους υπουργούς ότι υπάρχει πλούσιο νομοθετικό έργο στις επόμενες εβδομάδες, αναφερόμενος σε 10 νομοσχέδια.
Στήριξη
Επίσης, σημείωσε ότι την επόμενη εβδομάδα θα ανακοινωθεί η στήριξη στις οικογένειες των θυμάτων (σ.σ.: μέχρι τα τέλη της επόμενης εβδομάδας θα γίνουν οι ανακοινώσεις για τη νέα αύξηση στον κατώτατο μισθό). O πρωθυπουργός ζήτησε από όλους τους υπουργούς να είναι παρόντες στον δημόσιο διάλογο, αλλά με ενσυναίσθηση, χωρίς κανέναν συμψηφισμό ευθυνών, με ειλικρίνεια και αλήθεια, με στόχο την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης. Η αναφορά του αυτή ερμηνεύεται και σαν έμμεση αποδοκιμασία σε υπουργούς, όπως είναι ο Αδωνις Γεωργιάδης, η Σοφία Βούλτεψη και άλλοι, οι οποίοι με τις τηλεοπτικές τους παρουσίες εξοργίζουν πιο πολύ τον κόσμο, καθώς η επικοινωνιακή ομάδα στο Μαξίμου θεωρεί πλέον ότι ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης της κατάστασης είναι «χαμηλοί τόνοι, σεμνά και ταπεινά». Γι’ αυτό, εξάλλου, και η πρωτοφανής αλλαγή γραμμής του ίδιου του πρωθυπουργού!
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χθες θυμήθηκε τον προεκλογικό του εαυτό το 2019 -τότε που ήταν αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ- και έκανε αντιπολίτευση στον… εαυτό του! Ξεχνώντας προφανώς ότι κυβερνάει τη χώρα τέσσερα χρόνια, ανακάλυψε ένα «προβληματικό και σκοτεινό κράτος, ένα βαθύ κράτος του αναχρονισμού, που έχει δομηθεί επί δεκαετίες πάνω σε συστημικές αδράνειες, σε μικροπολιτικά τερτίπια και δυστυχώς σε ανεύθυνες συμπεριφορές».
«Θα κινήσω γη και ουρανό για να ολοκληρωθεί το έργο της τηλεδιοίκησης. Την επόμενη εβδομάδα θα ανακοινώσουμε χρονοδιαγράμματα. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα έχει ολοκληρωθεί» είπε ο κ. Μητσοτάκης, όμως ευλόγως εδώ προκύπτει το εξής ερώτημα: Αφού η τηλεδιοίκηση χρειάζεται τόσους λίγους μήνες να εγκατασταθεί, τότε γιατί τέσσερα χρόνια που ο ίδιος κυβερνά τη χώρα δεν εγκαταστάθηκε; Γιατί έπρεπε να πεθάνουν 57 άνθρωποι;
«Θέλω να εκφράσω ακόμη μια φορά τη δημόσια συγγνώμη στο όνομα όλων όσοι κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια. Αναλαμβάνω την ευθύνη, δεν θέλουμε και δεν πρέπει να κρυφτούμε πίσω από μια σειρά ανθρώπινων σφαλμάτων» είπε και πρόσθεσε: «Αν το έργο της τηλεδιοίκησης είχε ολοκληρωθεί, θα ήταν πρακτικά αδύνατον να συμβεί αυτό το δυστύχημα. Το γεγονός ότι θα λειτουργήσει σε λίγους μήνες κάνει και τον προσωπικό μου πόνο μεγαλύτερο, καθώς δεν προφτάσαμε να το εγκαταστήσουμε πριν γίνει το κακό».
«Ολοι φταίμε»
Ο κ. Μητσοτάκης είπε ακόμα ότι «το τελευταίο που πρέπει να κάνουμε είναι να μπούμε σε μια στείρα αντιπαράθεση για το ποιος φταίει». «Ολοι φταίμε, κι εμείς και οι διοικήσεις, που επί χρόνια κατάντησαν ένα κρίσιμο έργο γεφύρι της Αρτας μέχρι κάποιες συντεχνίες, που ταυτόχρονα εμπόδιζαν κάθε αξιολόγηση προσωπικού. Η τραγωδία έγινε με εμάς στο τιμόνι της χώρας». Τέλος, είπε ότι εγγυάται δύο πράγματα: 1) Απόλυτη διαφάνεια στην έρευνα ώστε να εντοπιστούν τα σφάλματα και να κριθούν δίκαια. 2) Δρομολόγηση άμεσων πρωτοβουλιών για τη βελτίωση της προβληματικής κατάστασης στους σιδηροδρόμους, σε επίπεδο τεχνολογίας και προσωπικού.