Το μείζον θέμα είναι το γεγονός ότι η χώρα είναι κατεστραμμένη και χάθηκαν ζωές στον βωμό της επικοινωνιακής διαχείρισης
Το μυαλό μια τέτοια μέρα αδυνατεί να ασχοληθεί με ασήμαντα θέματα, με θέματα πολιτικής τριβής που έχουν ελάχιστη ή και καθόλου σημασία, αλλά είναι καθαρά επικοινωνιακά πυροτεχνήματα.
- Του Νίκου Γ. Μερτζάνη
Iσως αυτό να είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα της σύγχρονης πολιτικής και δημοσιογραφικής ζωής της Ελλάδας. Η ενασχόληση όλων μας με τα λιγότερο σημαντικά το μόνο τελικά που προσφέρει είναι ψηφαλάκια στα κόμματα.
Eχουμε όλοι τις ευθύνες μας – μεγάλες ευθύνες κι εμείς οι δημοσιογράφοι, γιατί δυστυχώς έχουμε χάσει τον δρόμο. Εχουμε αφήσει την κυβερνητική εξουσία ανεξέλεγκτη, ακολουθώντας σαν πρόβατα το δικό της μονοπάτι, που δεν οδηγεί σε λύσεις για τη χώρα, αλλά βολεύει μόνο αυτήν. Παρασυρόμαστε από ανούσιες κόντρες για θέματα που δεν αφορούν κανέναν άλλον, πέραν αυτών που έχουν συνδέσει τη ζωή τους με τους κομματικούς μηχανισμούς και την αναρρίχηση στην εξουσία. Ετσι χάνουμε τα ουσιαστικά που συμβαίνουν στην Ελλάδα, τα οποία τελικά δεν βρίσκουν τον δρόμο προς τη δημοσιότητα. Μένουν στο σκοτάδι όλες οι παθογένειες του ελληνικού κράτους και μένουμε να απορούμε και να ψάχνουμε ενόχους οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί όπου βρίσκονται, όταν μια καταστροφή μάς προσγειώνει στην πραγματικότητα.
Το μείζον θέμα είναι ότι η χώρα είναι κατεστραμμένη και χάθηκαν ζωές στον βωμό της επικοινωνιακής διαχείρισης ακόμη και των σιδηροδρόμων. Χάθηκαν ζωές γιατί η επιλογή είναι να υπάρξει κερδοφορία. Είναι πολύ λογικό, λοιπόν, οι υπουργοί που θέλουν να παρουσιάσουν κερδοφορία να μειώνουν το προσωπικό, να κάνουν εκπτώσεις στην ασφάλεια εργαζομένων και επιβατών για να μπορέσουν επικοινωνιακά να βρουν επιχείρημα έναντι του αντίπαλου αφηγήματος.
Κάθε έκπτωση στην ασφάλεια οπουδήποτε μέσου μαζικής μεταφοράς σημαίνει θάνατο. Το γνωρίζουμε όλοι αυτό – και οι αρμόδιοι υπουργοί. Κανένας Πολάκης δεν είναι μεγαλύτερος κίνδυνος από αυτόν που γνωρίζει ότι, λόγω της αμέλειάς του, θα σκοτωθούν άνθρωποι, αλλά καλύπτεται πίσω από μια επικοινωνιακή κυριαρχία, η οποία έχει αφήσει στο σκοτάδι όλες τις ευθύνες του…
Επί έναν χρόνο η κυβέρνηση γνωρίζει ότι το σιδηροδρομικό δίκτυο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια των πολιτών. Καταγγελίες και παραιτήσεις εργαζομένων στους σιδηροδρόμους, γιατί κανείς από το υπουργείο και από την κυβέρνηση δεν τους έδινε σημασία όταν έλεγαν ότι θα πεθάνουν άνθρωποι. Σε έναν χρόνο τουλάχιστον άλλες τρεις εκτροχιάσεις συρμών.
Επί ενάμιση χρόνο, η αρμόδια υπηρεσία της Ε.Ε. προσπαθεί να πιέσει τον υπουργό Μεταφορών, άρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ότι υπάρχει πρόβλημα στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας. Πριν από 15 ημέρες η Ε.Ε., αφού είδε κι απόειδε, μας έστειλε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την τραγική κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου. Οταν ένας συρμός κινείται με ταχύτητα σε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο διαλυμένο, χωρίς σήμανση, αυτό σημαίνει ότι θα θρηνήσουμε νεκρούς. Αρα η κυβέρνηση γνώριζε και δεν φρόντισε. Γνώριζε και δεν έπραξε.
Είναι ώρα πένθους. Και, μετά το πένθος, πρέπει να έρθει η απόδοση ευθυνών. Μπορεί ο σταθμάρχης να δήλωσε ότι έκανε λάθος και να άνοιξε το κλειδί που οδήγησε τα δύο τρένα σε πορεία σύγκρουσης, αλλά αυτός ο άνθρωπος, που δεν είχε καμία εμπειρία, από κάποιον τοποθετήθηκε σε αυτή τη θέση – και αυτός που τον τοποθέτησε έχει επίσης την ευθύνη.
Η παραίτηση του υπουργού Μεταφορών και Υποδομών Κώστα Καραμανλή δεν μπορεί να εξαλείψει τις ευθύνες όλων των υπολοίπων. Λίγες μέρες πριν από τη χθεσινή μαύρη μέρα για την Ελλάδα, εν μέσω χειροκροτημάτων, ο κ. Καραμανλής διαβεβαίωνε ότι η κυβέρνηση δεν παίζει με την ασφάλεια των πολιτών. Η δήλωση αυτή από το βήμα της Βουλής και η εικόνα όσων χειροκροτούσαν από κάτω, σε συνδυασμό με την πλειονότητα των ΜΜΕ, τα οποία δεν έδωσαν καμία σημασία ούτε στις παραιτήσεις εργαζομένων από τον ΟΣΕ ούτε στις επισημάνσεις της Ε.Ε., ώστε να ελέγξουν την κυβέρνηση και το υπουργείο Μεταφορών για να διορθώσουν το σιδηροδρομικό δίκτυο, αποτελούν ύβρη στις ζωές που χάθηκαν στα Τέμπη.