Ανεξάρτητα από την άποψη που διατηρεί κάποιος για το σοβαρό ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι η πρόσφατη απόφαση του ειρηνοδίκη Φλώρινας, με την οποία εγκρίθηκε η ίδρυση του Σωματείου «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα», είναι εσφαλμένη για τους λόγους που αναφέρονται κατωτέρω.
Άρθρο της Βασιλικής Θάνου-Χριστοφίλου*
Στο άρθρο 4 παρ. 2 της Συμφωνίας των Πρεσπών ορίζεται ότι «έκαστο μέρος δεσμεύεται να μην επιτρέπει οποιεσδήποτε αλυτρωτικές δηλώσεις και δεν θα υιοθετεί οποιεσδήποτε παρόμοιες δηλώσεις από εκείνους που φέρονται να δρουν για λογαριασμό ή για το συμφέρον του μέρους».
Επίσης, στο άρθρο 6 παρ. 3 της συμφωνίας ορίζεται ότι «έκαστο μέρος θα αποτρέπει και θα αποθαρρύνει ενέργειες, περιλαμβανομένων των προπαγανδιστικών, από ιδιωτικές οντότητες, που πιθανόν υποδαυλίζουν τον σοβινισμό, την εχθρότητα, τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό σε βάρος του άλλου μέρους».
Στο άρθρο 7 παρ. 4 ορίζεται ότι «η γλώσσα και άλλα χαρακτηριστικά του δεύτερου μέρους δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την Ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής του πρώτου μέρους (της Ελλάδας)».
Στο άρθρο 8 παρ. 4 ορίζεται ότι έκαστο μέρος δεσμεύεται «σε σχέση με τη χρήση των επίσημων γεωγραφικών ονομάτων και τοπωνυμίων στην επικράτεια του άλλου μέρους, δίδοντας με αυτόν τον τρόπο προτεραιότητα στη χρήση των ενδονύμων έναντι εξωνύμων».
Με την υπ’ αριθ. 27/2022 διάταξη του ειρηνοδίκη Φλώρινας εγκρίθηκε η ίδρυση σωματείου με την επωνυμία «ΚΕΝΤΡΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», και μάλιστα με τη μορφή ΜΚΟ, ώστε να δικαιούται και κρατική επιχορήγηση από το υπουργείο Πολιτισμού. Με το καταστατικό του σωματείου καταφανώς παραβιάζεται ο ως άνω κυρωτικός νόμος 4588/2019, καθώς και όλοι οι προαναφερθέντες ουσιώδεις όροι της Συνθήκης των Πρεσπών, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το καταστατικό, πρωταρχικός σκοπός είναι η διατήρηση και καλλιέργεια της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα με τρεις τρόπους:
Α) Με την οργάνωση της διδασκαλίας αυτής στους πολίτες της Ελλάδας μέσω διαδικτυακής σελίδας, καθώς και με την εισαγωγή της, ως προαιρετικού μαθήματος, σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια στη δυτική, κεντρική και ανατολική Μακεδονία και Θράκη, και με την ίδρυση Παιδαγωγικών Τμημάτων στα πανεπιστήμια της βόρειας Ελλάδας, για την εκπαίδευση εκπαιδευτικών της μακεδονικής γλώσσας.
Β) Με την υποστήριξη της αναγνώρισης από την ελληνική κυβέρνηση της μακεδονικής γλώσσας ως μειονοτικής γλώσσας και της προστασίας από την Ελλάδα των εθνικών μειονοτήτων. Επίσης, με την προστασία του δικαιώματος χρήσης της δικής τους γλώσσας και της χρήσης των παραδοσιακών επωνύμων τους. Με τη διεξαγωγή δημόσιας εκστρατείας για τη δημόσια χρήση της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα και τη χρήση παραδοσιακών τοπωνυμίων στη βόρεια Ελλάδα, παράλληλα με τα σημερινά τοπωνύμια, και με την τεκμηρίωση των παραδοσιακών τοπωνυμίων και τόπων, όπου σήμερα ομιλείται η μακεδονική γλώσσα στην Ελλάδα.
Γ) Με την τεκμηρίωση παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ρητορικής μίσους από τις (ελληνικές) Αρχές εναντίον ομιλητών Μακεδόνων και εθνοτικών Μακεδόνων στην Ελλάδα.
Είναι προφανές, όπως προαναφέρθηκε, ότι οι σκοποί του σωματείου παραβιάζουν ευθέως τον κυρωτικό νόμο και τους θεμελιώδεις όρους της Συνθήκης των Πρεσπών. Διότι γίνεται ρητή αναφορά σε «μειονοτική γλώσσα και εθνοτική μειονότητα Μακεδόνων», οι οποίες, όπως είναι κοινώς γνωστό, είναι ανύπαρκτες στην Ελλάδα, πλην όμως αυτές «κατασκευάζονται» από το καταστατικό του σωματείου με το πρόσχημα και με τη χρήση ως εργαλείου της «μακεδονικής» γλώσσας. Επίσης, γίνεται ρητή αναφορά σε δικά τους τοπωνύμια, καθώς και σε δήθεν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ρητορικής μίσους εκ μέρους των ελληνικών Αρχών εναντίον Μακεδόνων και εθνοτικών Μακεδόνων (ούτε καν γίνεται έστω χρήση του όρου «πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας»).
Ακόμα και ο πλέον καλοπροαίρετος αναγνωρίζει ότι οι περιγραφόμενοι σκοποί της ιδιωτικής οντότητας του εν λόγω σωματείου συνιστούν προκλητικές προπαγανδιστικές ενέργειες, απροκάλυπτη καλλιέργεια και υποδαύλιση αλυτρωτισμού, αναθεωρητισμού και εχθρότητας σε βάρος των Ελλήνων, και ακραίες εθνικιστικές δηλώσεις, και κατ’ ακολουθία ευρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με όλους τους προαναφερθέντες ουσιώδεις όρους της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Επιπλέον συνιστούν παραβίαση και των γενικών όρων και προϋποθέσεων για την αναγνώριση σωματείου (αρθ. 78 επ. Α.Κ.), δεδομένου ότι οι προαναφερόμενοι σκοποί αυτού θέτουν σε κίνδυνο το εθνικό συμφέρον, τη δημόσια και κοινωνική ειρήνη και ασφάλεια, και προκαλούν διχαστικό κλίμα μεταξύ των πολιτών.
Επισημαίνεται επίσης ότι και στο παρελθόν κατ’ επανάληψη είχε υποβληθεί ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων αίτημα προς αναγνώριση παρόμοιου σωματείου, το οποίο απερρίφθη δύο φορές με την υπ’ αριθ. 1448/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία επικύρωσε τη 243/2005 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, και παλαιότερα με την υπ’ αριθ. 1558/1991 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Απορίας άξιον είναι ότι ο Ελληνας δικαστής, και μάλιστα του δικαστηρίου της Φλώρινας, δηλαδή μιας από τις πλέον ευαίσθητες παραμεθόριες περιοχές της Ελλάδας, παρέβλεψε όλα τα ανωτέρω στοιχεία, τα οποία όφειλε να έχει λάβει υπόψη του, και ουδόλως ερεύνησε εάν οι περιγραφόμενοι στο καταστατικό σκοποί του σωματείου είναι ή όχι σύμφωνοι με τον νόμο. Αλλά αρκέσθηκε αποκλειστικά και μόνο στη γραμματική διατύπωση της Συνθήκης των Πρεσπών περί μακεδονικής γλώσσας.
Επιπλέον δεν έλαβε υπόψη ότι δεν έχει ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη στη συνθήκη Διεπιστημονική Επιτροπή για την αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων και χαρτών, οπότε σε όλα τα σχολεία της γειτονικής χώρας της Βόρειας Μακεδονίας εξακολουθούν να διδάσκονται όλα τα «αλυτρωτικά» στοιχεία που περιέχονται στα βιβλία τους και τα οποία, κατ’ ακολουθία, θα διδάσκονται και στα ελληνικά σχολεία, σύμφωνα με τους σκοπούς του εν λόγω σωματείου, γεγονός το οποίο επίσης παραβιάζει τη συμφωνία.
Κατά συνέπεια, η απόφαση του ειρηνοδίκη Φλώρινας, η οποία αναγνώρισε το εν λόγω σωματείο, είναι εσφαλμένη νομικά και ουσιαστικά, και δικαιούται να την προσβάλει οποιοσδήποτε κρίνει, είτε ως Ελληνας πολίτης ατομικά είτε ως μέλος συλλογικότητας, ότι τίθενται σε κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα, καθώς και η κοινωνική ειρήνη και σταθερότητα στην ευαίσθητη περιοχή κυρίως της βορειοδυτικής περιφέρειας της Ελλάδας, και μάλιστα σε μια χρονική περίοδο ιδιαίτερα ανησυχητικής έντασης και στα ανατολικά της χώρας μας. Είναι άλλο η καλλιέργεια καλής γειτονίας και άλλο η ανοχή και η υποχώρηση στις προκλητικές διαθέσεις των γειτόνων και η ικανοποίηση ανύπαρκτων δικαιωμάτων τους.
*Τέως πρόεδρος Αρείου Πάγου, επίτιμη πρώην πρωθυπουργός