Στο προηγούμενο σημείωμά μας, αναφερθήκαμε στην πόλη των Βρυξελλών και στις εντυπώσεις μας από αυτήν. Καλές ή κακές, ο καθένας όπως το βλέπει.
- του Χρήστου Μπολώση
Και φθάνουμε στο «ζουμί» του ταξιδιού μας, που δεν είναι άλλος, από την επίσκεψή μας στο Ευρωκοινοβούλιο.
Οφείλω από την αρχή να διευκρινίσω ότι είμαι ευρωπαϊστής (όχι… Γερμανιστής), αλλά για κανένα λόγο με την μορφή που έχει αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση, που αντί να είναι μια στοργική και προστατευτική μάνα για τα παιδιά της (τα μέλη της), αυτή είναι μία μαινάδα που μοιάζει με τις μητριές των παραμυθιών. Κάτι έχουμε ακούει κι’ εμείς… Είμαι λοιπόν υπέρ μιας Ευρώπης των Εθνών, δηλαδή που σέβεται την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμα των κρατών που την απαρτίζουν και την συντηρούν. Ναι λοιπόν στην Ευρώπη, αλλά δυό φορές ναι στην Ελλάδα, όπως είχε διακηρύξει ο μακαριστός Εθνάρχης Χριστόδουλος.
Κάποτε φθάνουμε στο προαύλιο του Ευρωκοινοβουλίου και αισθανόμαστε πολύ υπερήφανοι που μέσα στα «Καλώς ήλθατε» στις γλώσσες όλων των μελών, το διαβάζουμε και στα Ελληνικά. Ετοιμάζονται να μας έρθουν δάκρυα στα μάτια, αλλά η φωνή του επικεφαλής, «Προχωρείτε», μας κόβει τη φόρα και τα δάκρυα εθνικής υπερηφανείας, αναβάλλονται δι’ ευθετότερον χρόνον.
Φθάνουμε στην είσοδο, από την οποία μπαίνουν οι επισκέπτες του ναού της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και υφιστάμεθα έναν εξονυχιστικό έλεγχο, μπας και κουβαλάμε τίποτις βόμβες. Τελικώς, αποδεικνύεται ότι είμεθα πέραν πάσης υποψίας και άκρως δημοκρατικοί πολίτες και μας αμολάνε.
Η πρώτη εντύπωση είναι ότι εκεί μέσα βασιλεύει η ασύστολη σπατάλη. Όλα τα φώτα αναμμένα και τα κλιματιστικά να δουλεύουν στο φουλ. Υποθέτω ότι καίνε τόσο ρεύμα, όσο τουλάχιστον 100 ελληνικά χωριά, που οι κάτοικοί τους έχουν μονίμως αναμμένους τους θερμοσίφωνες, τους φούρνους και τα αερόθερμα.
Περιδιαβαίνοντας τον σύγχρονο αυτό λαβύρινθο βλέπεις άπειρα φωτοτυπικά μηχανήματα τελευταίου τύπου σε κάθε γωνιά, καθώς και βουναλάκια φωτοτυπικού χαρτιού. Αν προσθέσεις τα δύο αυτά κόστη, βγάζεις ένα ποσό που θα αρκούσε για να γεμίσουν 3.127 «Καλάθια του Νοικοκυριού» του κ. Αδώνιδος του Μεγαλοπρεπούς. Τέλος πάντων.
Καθώς περπατάς ατέλειωτα λεπτά της ώρας μέσα στους αχανείς διαδρόμους, για να φθάσουμε στο σημείο που θα μας γίνει η ενημέρωση για το έργο που επιτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ρωτάς τον οδηγό σου, όταν αντιλαμβάνεσαι ότι μάλλον έχει ψιλομπερδευτεί:
– Κοντεύουμε;
– Σχεδόν φτάσαμε.
Το «σχεδόν φτάσαμε», σήμαινε άλλο ένα τέταρτο περπάτημα… Πάντως, όντως φτάνουμε και με τρόπο ρωτάς τον μαραθωνοδρόμο οδηγό:
– Πόσο σου πήρε για να μάθεις τα κατατόπια;
– Ένα με ενάμιση μήνα.
Το ότι δεν τα έχει μάθει ακόμα καλά το προσπερνάς και αναρωτιέσαι, πρώτον πόσο κόστισε αυτό το μεγαθήριο και δεύτερον γιατί άραγε δεν το έκαναν λίγο απλούστερο. Υπάρχει κάποιος λόγος; Μάλλον θα υπάρχει. Ξανά τέλος πάντων.
Και έφτασε η ώρα να ενημερωθούμε για την αποστολή και – κυρίως – για τον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ. Ένας ευγενέστατος Έλληνας υπάλληλος της ΕΕ, αρχίζει να μας βομβαρδίζει με πίνακες, σχεδιαγράμματα και νούμερα για να μας παρουσιάσει την οργάνωση και τον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ. Φυσικά ουδείς αντιλαμβάνεται ουδέν.
Όμως κάποια φράση που άκουσες σου κάνει «κλικ»,
κοινώς σου προκαλεί το ενδιαφέρον και πιο κοινώς σε διαολίζει. Είπε ο ξεναγός μας:
– Όλοι οι νόμοι πριν εκδοθούν έρχονται – φυσικά – για ψήφιση από το Ευρωκοινοβούλιο. Εάν ψηφισθούν καλώς. Εάν καταψηφιστούν όμως, δεν μπαίνουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, αλλά μετά δεκαπενθήμερο επανέρχονται με ή χωρίς τροποποιήσεις και τίθενται πάλι στην βάσανον της ψήφου.
Σούσουρο ακούστηκε από το φιλομαθές και φιλοευρωπαϊκόν κοινόν, αλλά εμένα μου την άναψε. Σηκώνω τα χέρι και υποβάλλω της εξής απλή ή απλοϊκή ερώτηση:
– Και όλο αυτό το δεκαπενθήμερο τι γίνεται κύριε τέτοιε μου;
Ο κύριος «τέτοιος», ήλθε σε δύσκολη θέση και ένα αχνό χαμόγελο αμηχανίας, πλην γεμάτο σημασία, σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Αντιλαμβανόμενος την θέση του είπα:
– Καλά δεν πειράζει. Μόλις είχα καταλάβει πώς μερικοί Ευρωβουλευτές μας αποκτούν σπίτια στα Παρίσια και στας Αθήνας και τα νοικιάζουν σε λαθρομετανάστες και γιατί εσύ εκπλήσσεσαι όταν μαθαίνεις ότι δεξιοί ή «δεξιοί» ευρωβουλευτές, ψήφισαν για την καθιέρωση της «μακεδονικής» γλώσσας.
Τα πάντα αγαπητοί μου έχουν την εξήγησή τους σ’ αυτόν τον ψεύτικο και μάταιο ντουνιά που ζούμε.
Τα επόμενα… δρώμενα (τι απαίσια λέξη) ήταν διαδικαστικά και για να γεμίσουμε την προβλεπομένη ώρα. Πάλι πορεία στους διαδρόμους, πάλι εντυπωσιάζεσαι από την χλιδή που συναντάς σε κάθε γωνιά, όπως επί παραδείγματι τα δεκάδες κινηματογραφικά στούντιο, που είναι διάσπαρτα σε όλο εκείνο το αχανές κτίριο για να δίνουνε συνεντεύξεις, συνήθως για ιδιωτική χρήση, οι ευρωπατέρες και ευρωμητέρες μας.
Πώς το έλεγε στην «Σάντα Τσικίτα» ο κ. Φώτης Παναγάκος (Θάνος Τζενεράλης), αφεντικό του Φώτη Φαγκρή (Βασίλης Λογοθετίδης), όταν αυτός του ζήτησε ένα δάνειο για να εγχειρισθεί η ηλικιωμένη μανούλα του;
– Πεταμένα λεφτά ρε παιδί μου. Πεταμένα λεφτά…
Καλημέρα σας, good morning, Bonjour, Buongiorno, добро утро, dobro jutro, dobré ráno, god morgen, Tere hommikust, Hyvää huomenta, Guten Morgen, jó reggelt kívánok, Labrīt, Labas rytas, Gudde Moien, Bongu, Goedemorgen, dzień dobry, bom Dia, Buna dimineata, dobré ráno, dobro jutro, Buenos días, god morgon.
Από εθνική υπερηφάνεια πώς πάμε…;