Ο παλιός πολύ γνωστός σκηνοθέτης και δεινός ποιητής Ορέστης Λάσκος, αδελφός του Αξιωματικού του Βασιλικού Ναυτικού Βασίλη Λάσκου, έχει γράψει, μεταξύ των άλλων, ένα ποίημα για έναν «κύριο παράξενο πολύ», ο οποίος από παιδί, ζούσε με μία έμμονη ιδέα. Να πάει στο Παρίσι.
- του Χρήστου Μπολώση
Αλλά καλύτερα διαβάστε αυτό το χαριτωμένο ποίημα:
Το Παρίσι
Ξέρω έναν κύριο παράξενο πολύ, που λόγια πάντ’ αλλόκοτα μιλεί για το Παρίσι
στη συντροφιά μας όταν έρθει να καθήσει.
Λένε γι’ αυτόν πως από τα μαθητικά τα χρόνια είχεν ορίσει
Μοναδικό μες στη ζωή του ιδανικό να πάει στο Παρίσι.
Χρόνια και χρόνια τον μεθούσε τ’ ονειρεμένο αυτό ταξίδι που ποθούσε.
Παντού για κείνο συζητούσε μέσ’ στα όνειρά του αυτό θωρούσε τόσο,
που ο πόθος του με τον καιρό τούγινε μέσ’ στην ύπαρξή του ένα στολίδι λαμπρό.
Να πάει στο Παρίσι…
Για το ταξίδι αυτό τ’ ονειρευτό σκότωνε φευγαλέες επιθυμίες κι έκανε αιματηρές οικονομίες για να το πραγματοποιήσει. Να πάει στο Παρίσι…
Και να, που κάποια μέρα στα στερνά το κατορθώνει.
Κι ένα πρωί, μέσα στου τραίνου ένα βαγόνι για το Παρίσι μεθυσμένος ξεκινά.
Μα μόλις αντίκρυσε μακριά τον πύργο του ‘Αιφελ ν’ αχνοδιαγράφεται στο φόντο τ’ ουρανού, φριχτή μια σκέψη εισώρμησε στην κάμαρα του νου:
«Κι ύστερα; Κι ύστερα τι θα γινόταν; Πως θα μπορούσε πιά να ζήσει με δίχως τη λαχτάρα αυτή για το Παρίσι;»
Γιατί ένοιωθε τώρα καλά πως όταν σε λίγο στο Παρίσι θα βρισκόταν μέσα σ’ ελάχιστο διάστημ’ ασφαλώς θα το βαριόταν. Κω τότε;
Και τότε πήρε μια τεράστια απόφαση, που ως τώρα δεν ευρέθηκε να του τη συγχωρήσει κανείς
Αντίς να προχωρήσει στο Παρίσι κατέβηκε σ’ ένα προάστιο στο Σαιν Ντενίς.
Και το πρωί απ την ίδια οδό ξανάρθε εδώ.
Και τώρα, σαν και τότε προτού φύγει, πάλι, με μια λαχτάρα σαν και πριν μεγάλη, μιλάει και λέει παντού, πως έχει ορίσει μοναδικό μέσ’ στη ζωή του ιδανικό
να πάει στο Παρίσι.
Και πριν αρχίσετε να λέτε λόγια, ακατάλληλα δι’ ανηλίκους, σπεύδω αμέσως να δώσω τις απαραίτητες εξηγήσεις.
Από νεαρός ακόμα, άκουγα για την «Καρδιά της Ευρώπης», που ήταν οι Βρυξέλλες, η πρωτεύουσα του Βελγίου, αφού εκεί είχε έδρα η ΕΟΚ αρχικώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση στη συνέχεια. Όπως καταλαβαίνετε, ο συνεχής και ανηλεής βομβαρδισμός για τις Βρυξέλλες από το ραδιόφωνο αρχικώς και την τηλεόραση στη συνέχεια, αλλά και τις εφημερίδες και τα περιοδικά, βοήθησαν, ώστε να πλάσω στο μυαλό μου μια εικόνα θεϊκή για τις Βρυξέλλες, που σιγα σιγά μου έγινε κι’ εμένα έμμονη ιδέα, όπως το Παρίσι στον παράξενο κύριο του Λάσκου, οπωσδήποτε να επισκεφθώ κάποτε τις Βρυξέλλες.
Και επειδή και ως γνωστόν, μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται, κάπως τα ‘φερε η τύχη και βρέθηκα στις Βρυξέλλες. Στην καρδιά της Ευρώπης, όπως μας πληροφορεί μια τεράστια αφίσα, στο επίσης τεράστιο αεροδρόμιο.
Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο, η ματιά σου χάνεται σε μία πεδιάδα, στην οποία βόσκουν εδώ κι΄ εκεί αμέριμνες αγελάδες. Γράφουμε «αμέριμνες», λες και θα μπορούσε κάτι να απασχολεί τις αγελάδες. Τέλος πάντων. Πεδιάδα λοιπόν και σκέφτεσαι το δικό μας το αεροδρόμιο, που μόλις βγαίνεις σε πλακώνουν ο Υμηττός από αριστερά και η Πεντέλη με την Πάρνηθα από τα δεξιά και αγελάδες πουθενά. Μήτε αμέριμνες, μήτε με σκοτούρες.
Φτάνοντας στις Βρυξέλλες σε εντυπωσιάζει η σχεδόν μεσαιωνική αρχιτεκτονική των κτιρίων. Σε εντυπωσιάζει, όχι σε θέλγει. Πού η δικιά μας αναρχοκατάσταση στις γειτονιές και τις πόλεις μας, την οποία, ορθώς πράττοντες, της δώσαμε το όνομα του γραφικού και ξεμπερδέψαμε. Αυτή η μουντάδα του καιρού, αλλά και το «βαρύ» ύφος των κτιρίων σε προϊδεάζει κάπως. Πάντως όχι ανάλαφρα. Κάποια στιγμή το πρόγραμμα λέει και μιά γύρα στη πόλη, η οποία περιλαμβάνει και επίσκεψη στο «Ατόμιουμ». Τούτο, είναι μια μεταλλική κατασκευή, ύψους 103 μέτρων, που απεικονίζει την μορφή του Ατόμου, έγινε δε, για τα ανάγκες της διεθνούς εκθέσεως των Βρυξελλών του 1958 και έκτοτε διατηρήθηκε και έγινε το έμβλημα της πόλεως. Τώρα εσύ, κάργα Έλληνας, που αγαπάς την πατρίδα σου σκέφτεσαι: «Ρε, εμείς έχουμε τη Ακρόπολη για σύμβολο και αυτοί έχουν αυτή την μπούρδα;»
Απάντηση δεν παίρνεις και συνεχίζεις . Ή μάλλον σε… συνεχίζουν.
Εντυπωσιάζεσαι αμέσως με τους σκουρόχρωμους που κυκλοφορούν στην «καρδιά της Ευρώπης» και σκέφτεσαι: «Να δεις που λύσσαξαν στα μπάνια το καλοκαίρι και έγιναν έτσι». Λες την διαπίστωσή σου περί θαλασσίων ξεσαλωμάτων στον ταξιτζή, που είναι Έλληνας και σε αποστομώνει: «Τι λέτε κύριος. Τούτοι εδώ είναι όλοι μετανάστες κανονικοί ή λαθραίοι, που τώρα αποτελούν το 75% του πληθυσμού του Βελγίου. Σε καμιά δεκαριά χρόνια, εδώ δεν θα βλέπεις λευκό».
Κάνω τον σταυρό μου και δοξάζω και ευχαριστώ τον Θεό που στην Ελλάδα δεν θα βλέπουμε λευκό σε καμιά… δεκαπενταριά χρόνια και οικτίρω τους Βέλγους, που άλλωστε είχαν και παρτίδες μ’ αυτούς, συν το ότι τους ποδοπάτησαν και ολίγον τι. Εμείς ποιόν ποδοπατήσαμε ρε παιδιά;
Προχωρώντας, βλέπεις, σχεδόν ολούθε, να κυκλοφορούν υπάρξεις με μαντήλες. Επειδή ο καλός Θεός σούδωσε μια στάλα μυαλό, αμέσως καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για συμπλήρωμα των προηγουμένων και κάνεις τον σταυρό σου κρυφά (ξέρετε ανασηκώνεις λίγο τα σακάκι σου) μη τυχόν και σ΄ αντιληφθεί κανείς και έχεις ντράβαλα.
Με τα πολλά φτάνεις στο ξενοδοχείο σου, τακτοποιείσαι και λες να βγεις μία μικρή βόλτα να πάρεις γεύση από την «καρδιά της Ευρώπης» τις Βρυξέλλες.
Ξανά πέφτεις πάνω σε ένα πλήθος σκούρων και σε μαντήλες μακριές ως το χώμα, από τις οποίες όμως ξεπροβάλουν κάτι γοβάκια Πράντα ή κάτι αθλητικά Αντίντας και σκέφτεσαι: «Καλά, δεν τα βλέπει αυτά ο Μωάμεθ;». Φαίνεται ότι δεν τα βλέπει και πολύ στενοχωριέσαι.
Καθώς λοιπόν περπατάς αμέριμνος και χαζεύεις τα μαγαζιά με τις τσικουλάτες, σβιιιιιιν περνάει ξυστά σου ένα ηλεκτρικό πατίνι. Τα ηλεκτρικά πατίνια στις Βρυξέλλες είναι περισσότερα από τα αυτοκίνητα και δεδομένου ότι κυκλοφορούν ολούθε (πεζόδρομους, πεζοδρόμια, αυλές σπιτιών, ανάμεσα από τα τραπεζάκια των καφέ κ.λπ.), αποτελούν δημόσιο κίνδυνο. Το γεγονός αυτό ανάγκασε το ταξιτζή που μας έφερνε από το αεροδρόμιο, στις Βρυξέλλες, να βρίσει Ελληνοπρεπώς (πού πας ρε μ@@@@α) έναν νεαρό πατινέρ, που παραλίγο να μας πέσει απάνω.
Αλλά δεν είναι μόνο τα πατίνια. Είναι και τα ποδήλατα. Εξ’ ίσου θανατηφόρα, σαν τα αθόρυβα όπλα, που μας μαθαίνανε στον στρατό.
Τέλος πάντων.
Φτάνεις με τα πολλά στη Μεγάλη Πλατεία, την οποία για έναν ανεξήγητο λόγο οι Έλληνες την αποκαλούν «Χρυσή Πλατεία». Έτσι την είπα κι’ εγώ σ’ ένα Βέλγο και με κοίταζε σαν να κοιτούσε άλογο που μιλάει. Η πλατεία είναι όντως εντυπωσιακή, μα πιο εντυπωσιακά είναι τα σοκολατάδικα και τα ελληνικότατα σουβλατζίδικα, που είναι λίγο πιο κάτω. Και τα μεν σουβλατζίδικα είναι λίγο πιο κάτω, οι τιμές τους όμως, είναι πολύ πιο πάνω…
Κάποιος της παρέας που είχε ξαναπάει στην «Καρδιά της Ευρώπης», μυ είχε πει: «Μη παραλήψεις να δεις το «MannekenPis». Τι είναι αυτό; Ένα αγαλματάκι ύψους 61 εκατοστών που παριστάνει ένα αγοράκι που κάνει το… ψιλό του. Ε, αυτό το πράγμα είναι μαζί με το «Ατόμιουμ» το σύμβολο των Βρυξελλών. Φρίξον ήλιε. Στο μυαλό σου, καθόσον Έλληνας μέχρι μυελού οστών, έρχεται ο Ηνίοχος των Δελφών και σκέφτεσαι: «Ρε πού πάμε ρε. Πού πάμε» ως άλλος Αυλωνίτης.
Κάποτε τα πόδια σου αρχίζουν να διαμαρτύρονται και κοιτάς το ρολόι. Περπατάς επί 2 συναπτές ώρες και η ώρα πλησιάζει 9.
Και τότε γίνεται κάτι το εντυπωσιακό. Οι δρόμοι αδειάζουν, τα καταστήματα κατεβάζουν ρολά και συ αισθάνεσαι κάτι κρύο να σου παγώνει το σβέρκο. Πίσω σου βρίσκεται το θηρίο με τα τέσσερα κεφάλια και τις πέντε ουρές που προφανώς τρομοκράτησε Φλαμανδούς και Βαλώνους (είναι οι δυο λαοί που κατοικούν στο Βέλγιο και το 1963 έγιναν μαλλιοκούβαρα σχετικώς με το ποιά γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιούν οι Βέλγοι, τα γαλλικά ή τα φλαμανδικά). Και τότε εσύ νοσταλγείς το σουβλατζίδικο του Παντελή στη γειτονιά σου, που μένει ανοιχτός μέχρι τη 1 μετά τα μεσάνυχτα και μπορείς να πιείς ένα κρασάκι μασουλώντας γύρο χοντροκομμένο να το ‘φχαριστηθείς.
Προ της ούτω διαμορφωθείσης καταστάσεως επιταχύνεις το βήμα σου, ώστε να φθάσεις και να κλειδαμπαρωθείς στο ξενοδοχείο σου.
Στο δρόμο, συναντάς πολλούς αστέγους, οι οποίοι όταν σε βλέπουν σταματούν να μιλούν στα υπερσύγχρονα κινητά τους και ζητούν βοήθεια. Τώρα, πώς αγόρασαν τα πανάκριβα κινητά, πού τα φορτίζουν και – το κυριότερο – πώς πληρώνουν τις μονάδες τους, είναι ένα θέμα προς μελέτη.
Με τις εικόνες αυτές, κάτι έσπασε μέσα σου. Κάπου είδες να όνειρά σου να γκρεμίζονται. «Ρε αυτή είναι η καρδιά της Ευρώπης;» σκέφτεσαι. Αυτή.
Στο επόμενο, η επίσκεψη στο Ευρωκοινοβούλιο.