Υποψίες εκφράζονται στο περιβάλλον του πρώην πρωθυπουργού για πιθανές σε βάρος του υποκλοπές την περίοδο των διεργασιών αναφορικά με τα πρωτόκολλα της Συμφωνίας των Πρεσπών
Από τον Ανδρέα Καψαμπέλη
Εξακολουθεί να βράζει το καζάνι της Νέας Δημοκρατίας στον απόηχο του σκανδάλου των υποκλοπών, παρά την επίμονη προσπάθεια της κυβερνητικής ηγεσίας να περιορίσει τους κραδασμούς και να αλλάξει με επικοινωνιακά τεχνάσματα την ατζέντα. Το Σαββατοκύριακο αυτό θεωρείται –λόγω της ΔΕΘ και της παρουσίας του Κ. Μητσοτάκη– κομβικό για το κλίμα που θα διαμορφωθεί στην πορεία, αν και ήδη οι καταγγελίες από τον πρώην υπουργό Χρ. Σπίρτζη και τον ΣΥΡΙΖΑ για νέο, συγκεκριμένο, κρούσμα απόπειρας παρακολούθησης μέσω του λογισμικού Predator έχουν ανάψει κι άλλες φωτιές, οδηγώντας πάλι στα ύψη την αντιπαράθεση.
Το άγχος του κ. Μητσοτάκη, από χθες, στη Θεσσαλονίκη είναι να καταδείξει ότι διατηρεί την πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων αλλά και ότι εξακολουθεί να έχει την εσωτερική «εμπιστοσύνη» του κόμματός του. Γι’ αυτό και δόθηκε εντολή να καταφθάσουν στρατιές στελεχών και βουλευτών σε ρόλο χειροκροτητών και για τη δημιουργία εντυπώσεων, ακόμη και με -πρώιμο, κατά τις επίσημες, αλλά ελάχιστες πειστικές, διαβεβαιώσεις- προεκλογικό άρωμα.
Από την άποψη αυτή ενδιαφέρον έχουν οι παρουσίες αλλά και οι απουσίες από την ομιλία του κ. Μητσοτάκη καθώς και την καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου, με την οποία θα ρίξει την τελευταία ίσως ζαριά για να φέρει την κατάσταση στα δικά του μέτρα.
Πάντως, αν και αρκετά ήταν τα στελέχη που απέφυγαν να πάνε στη Θεσσαλονίκη, για να καταδείξουν έστω κι έτσι την αποστασιοποίησή τους, τα δύο πρόσωπα για τα οποία η αγωνία στο Μέγαρο Μαξίμου εκτοξεύθηκε στο έπακρο δεν ήταν άλλα από τους πρώην πρωθυπουργούς Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά.
Κατά την περσινή ομιλία του κ. Μητσοτάκη στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο της Θεσσαλονίκης οι δύο πρώην πρωθυπουργοί είχαν κάνει κοινή είσοδο, κάτι που είχε σχολιαστεί ποικιλότροπα και είχε υπογραμμίσει, προς όλες τις πλευρές, τις καλές σχέσεις μεταξύ τους. Σε ένα περιβάλλον εντελώς διαφορετικό, έναν χρόνο αργότερα, η στάση αμφοτέρων στο θέμα των τηλεφωνικών υποκλοπών έχει καθοριστική πολιτική και εσωκομματική σημασία.
Ο κ. Καραμανλής πήρε ήδη ανοικτά θέση με την ομιλία του στο πολιτικό μνημόσυνο για τον Γ. Κεφαλογιάννη στα Ανώγεια, ζητώντας να υπάρξει κάθαρση χωρίς την προσχηματική επίκληση του απορρήτου και να γίνουν γνωστοί οι λόγοι παρακολούθησης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη.
O κ. Σαμαράς έχει αποφύγει έως τώρα να τοποθετηθεί δημοσίως. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι θα το κάνει τις αμέσως επόμενες ημέρες, κινούμενος στην ίδια κατεύθυνση με τον Κ. Καραμανλή. Στις συζητήσεις του, ωστόσο, εμφανίζεται λάβρος από την πρώτη στιγμή και συνομιλητές του αναφέρουν ότι δεν κρύβει την οργή του.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, ο πρώην πρωθυπουργός έφθασε στο σημείο να πει ότι «αν βγουν στοιχεία ότι παρακολουθούσαν και μένα, θα τον ρίξω», αναφερόμενος βεβαίως στον κ. Μητσοτάκη. Επίσης, στις ίδιες συζητήσεις διατυπώνει την πλήρη συμφωνία του και με τον Ευ. Βενιζέλο, ο οποίος βρέθηκε τις προηγούμενες ημέρες ευθέως απέναντι στον κ. Μητσοτάκη όσον αφορά τη «νομιμότητα» των παρακολουθήσεων των πολιτικών προσώπων.
Οπως αναφέρουν οι πληροφορίες, οι υποψίες που εκφράζονται στο περιβάλλον του κ. Σαμαρά για τις πιθανές σε βάρος του υποκλοπές αφορούν την περίοδο των διεργασιών αναφορικά με τα πρωτόκολλα της Συμφωνίας των Πρεσπών που επρόκειτο να έρθουν προς ψήφιση στη Βουλή. Η συζήτηση αυτή κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 2021. Ο κ. Σαμαράς είχε διαμηνύσει τότε στο Μέγαρο Μαξίμου ότι θα τα καταψηφίσει ανοικτά, ενώ το ίδιο διάστημα πραγματοποιούσε μυστικές συσκέψεις με ομάδα βουλευτών προκειμένου να καθορίσουν τη στάση τους, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει και την κυβερνητική σταθερότητα.
Για το περιεχόμενο των συναντήσεων αυτών και τις αποφάσεις που λαμβάνονταν ελάχιστα έχουν γίνει δημοσίως γνωστά μέχρι σήμερα. Πάντως, έκτοτε ο κ. Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να παραπέμψει στις ελληνικές καλένδες την ψήφιση των πρωτοκόλλων, ενώ στον ανασχηματισμό που επακολούθησε ο ακραιφνής σαμαρικός βουλευτής Αχαΐας Ανδρέας Κατσανιώτης, που πρωτοστατούσε στις «συσκέψεις ρήξης», πήρε πόστο στην κυβέρνηση.