Παγωμάρα επικρατεί στο εσωτερικό της κυβέρνησης μετά την παρέμβαση-φιάσκο του Μητσοτάκη για τις παρακολουθήσεις
Από τον Πάνο Σώκο
Όχι μόνο ο πρωθυπουργός δεν εκτόνωσε το άσχημο κλίμα για την κυβέρνησή του και τον ίδιο προσωπικά που προκάλεσαν οι παρακολουθήσεις των τηλεφώνων πρωτίστως του Νίκου Ανδρουλάκη αλλά και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, αντίθετα προκάλεσε ακόμα πιο έντονες αντιδράσεις και από μέχρι τώρα φίλιες προς αυτόν δυνάμεις, ενώ στο εσωτερικό της κυβέρνησης επικρατεί παγωμάρα και ελάχιστοι είναι οι υπουργοί που βγαίνουν να μιλήσουν αρθρώνοντας υποστηρικτικό λόγο, αφού τα επιχειρήματα, όπως έδειξε και η χθεσινή παρέμβαση του πρωθυπουργού, είναι σαθρά και διάτρητα.
Με τη χθεσινή παρέμβασή του ο πρωθυπουργός τρία 24ωρα μετά την κορύφωση του σκανδάλου:
• Έδειξε ότι βασικό του μέλημα ήταν να βγάλει τον εαυτό του από το κάδρο των ευθυνών και να τις φορτώσει στην ΕΥΠ και στον ανιψιό του Γρηγόρη Δημητριάδη, παρότι του ανήκουν αποκλειστικά. Έτσι, δεν ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη, την οποία έχει κατά το Σύνταγμα, αφού σε αυτόν ανήκει η ΕΥΠ με τον πρώτο νόμο που έφερε η νέα κυβέρνηση! Tην επέρριψε στον Γρ. Δημητριάδη, ο οποίος όμως δεν είναι υπουργός, αλλά ουσιαστικά διορισμένος μετακλητός υπάλληλος. «Δεν γνώριζα και, αν το γνώριζα, δεν θα το επέτρεπα ποτέ. Δεν κρύφτηκα ποτέ σε δυσκολίες και ευθύνες…» είπε και τόνισε ότι «πριν από λίγες μέρες ενημερώθηκα ότι τον Σεπτέμβριο του 2021, και ενόσω ήταν ακόμα ευρωβουλευτής, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε προβεί σε νόμιμη επισύνδεση στο κινητό τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη, που είχε την έγκριση ανώτατης εισαγγελέως».
• Δεν απάντησε στο βασικό ερώτημα γιατί είχε διαταχθεί η παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη. Είπε μόνο ότι η παρακολούθηση ήταν νόμιμη, αφού την ενέκρινε ανώτατη εισαγγελέας, και ότι, παρά τη «νομιμότητα», ήταν «λάθος» και «δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί». Έριξε όλες τις ευθύνες στην ΕΥΠ, η οποία, όπως είπε, ενήργησε νόμιμα αλλά υποτίμησε πολιτικά την παρακολούθηση, ενώ επιχείρησε και να υποβαθμίσει την υπόθεση, κάνοντας λόγο για ελλιπή χειρισμό εξαιτίας του οποίου, όπως είπε, «απομακρύνθηκε ο διοικητής της Κοντολέων και ο γενικός γραμματέας του Γραφείου του πρωθυπουργού που ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη».
• Τόνισε πως η υπόθεση ανέδειξε την έλλειψη πρόσθετων «φίλτρων» στη λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών, γιατί η παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου ασφαλώς και προϋποθέτει εγγυήσεις πέραν από την κρίση ακόμη και ενός έμπειρου και ικανού δικαστικού λειτουργού.
• Δέχθηκε μεν τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής, η οποία όμως «θα λειτουργήσει υπό συνθήκες που η φύση του αντικειμένου που θα ερευνήσει επιβάλλει, γιατί μία τέτοια υπεύθυνη διαδικασία δεν μπορεί, δεν πρέπει να μετατραπεί σε κατασκοπευτικό σίριαλ προς κομματική κατανάλωση». Προαναγγέλλει δηλαδή συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών.
Σημειώνεται ότι δεν έκανε καμία αναφορά σε διερεύνηση από το 2015 και μετά, όπως έλεγαν μέχρι προχθές οι διαρροές, γιατί, σύμφωνα με πληροφορίες, εκτιμήθηκε πως μια τέτοια αναφορά θα ακουγόταν ως προσπάθεια συμψηφισμού και θα αποδυνάμωνε την παρέμβασή του. Αναμένεται όμως να τεθεί στη Βουλή από τη Ν.Δ., όταν συσταθεί η εξεταστική.
• Μίλησε για «ολίσθημα» της ΕΥΠ, που όμως «δεν μπορεί να σκιάσει ένα έργο με μετρήσιμο εθνικό όφελος. Η υπηρεσία αυτή είναι επιφορτισμένη με την εθνική ασφάλεια και την προστασία της πατρίδας από γεωπολιτικές κινήσεις, αλλά και από ασύμμετρες και υβριδικές απειλές, γι’ αυτό και στις περισσότερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες ανάλογες δομές υπάγονται στον αρχηγό της κυβέρνησης ή του κράτους, καθώς το εύρος του αντικειμένου τους ξεπερνά τα όρια του ενός υπουργείου».
• Προανήγγειλε τη βελτίωση της επιχειρησιακής επάρκειας της ΕΥΠ, αλλά και τη συνολική επαναξιολόγηση του πλαισίου ελέγχου και εποπτείας της με τέσσερις προτάσεις:
1ον. Ενίσχυση της λογοδοσίας της ΕΥΠ και της εποπτείας του Κοινοβουλίου μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.
2ον. Αναβάθμιση του ρόλου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας για την καλύτερη αξιοποίηση των πληροφοριών και της ΕΥΠ.
3ον. Θωράκιση του πλαισίου νόμιμων επισυνδέσεων για πολιτικά πρόσωπα.
4ον. Αλλαγές στο εσωτερικό της ΕΥΠ για την ενίσχυση του εσωτερικού ελέγχου, της διαφάνειας, της εξωστρέφειας και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού της.
«Υπάρχουν πολλοί εχθροί της πατρίδας που καραδοκούν και θα ήθελαν μία αδύναμη Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Και αν κάποιες σκοτεινές δυνάμεις εκτός Ελλάδας απεργάζονται οποιοδήποτε σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας, να ξέρουν ότι η Ελλάδα είναι και ισχυρή και θεσμικά θωρακισμένη» είπε ο κ. Μητσοτάκης.
Εννέα ερωτήματα που δεν απάντησε!
Με την παρέμβασή του ο πρωθυπουργός άφησε πολλά ερωτήματα αναπάντητα:
1. Πώς είναι δυνατόν να μη γνώριζε ότι βρισκόταν σε εξέλιξη «νόμιμη συνακρόαση, ύστερα από εισαγγελική εντολή», πολιτικού προσώπου και υποψήφιου πολιτικού αρχηγού, αφού αυτός έχει την πολιτική ευθύνη;
2. Πώς είναι δυνατόν να μην είχε ενημερωθεί έστω ο Γρ. Δημητριάδης και μέσω αυτού ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όταν ο κ. Κοντολέων στην πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας είπε ξεκάθαρα ότι ο κ. Δημητριάδης ήταν για όλα ο σύνδεσμος της ΕΥΠ με το Μαξίμου, επομένως και με τον πρωθυπουργό;
3. Για ποιους λόγους κρίθηκε ότι έπρεπε να παρακολουθείται ο κ. Ανδρουλάκης;
4. Γιατί δεν ασχολήθηκε έγκαιρα η κυβέρνηση με τις αποκαλύψεις για παρακολούθηση του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη;
5. Ποιες υπηρεσίες ποιων ξένων χωρών ζήτησαν την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, όπως έλεγαν οι διαρροές από την κυβέρνηση, και προκάλεσαν τις διαψεύσεις των πρέσβεων της Αρμενίας και της Ουκρανίας που «φωτογραφήθηκαν» από αυτές τις διαρροές;
6. Ποιοι γνωρίζουν το περιεχόμενο από τις παρακολουθήσεις του κ. Ανδρουλάκη;
7. Ποιοι είναι οι λόγοι εθνικής ασφάλειας που επιτρέπουν την παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου και πώς μπορεί αυτό να το κρίνουν ένας πρωθυπουργός, ένας υπουργός και ένας εισαγγελέας;
8. Παρακολουθούνται για οποιονδήποτε λόγο κι άλλοι πολιτικοί;
9. Πώς μπορεί να είναι νόμιμη αλλά ταυτόχρονα πολιτικά εσφαλμένη η παρακολούθηση ενός πολιτικού, όπως είπε ο πρωθυπουργός; Αν είναι πολιτικά εσφαλμένη, τότε η διάταξη που την καθιστά νόμιμη δεν πρέπει να καταργηθεί; Τι από τα δύο ισχύει;