Γερμανία και Ιταλία βρίσκουν αντίδοτο στη μείωση των ροών του ρωσικού αερίου, αλλά το Μαξίμου επιμένει στο πράσινο αφήγημα
Του Βασίλη Γαλούπη
Η Γερμανία ανακοίνωσε ότι επιστρέφει εσπευσμένα στον λιγνίτη μετά τη μείωση ροής του ρωσικού φυσικού αερίου. Η Ιταλία ήδη έχει καταρτίσει σχέδιο για ραγδαία αύξηση παραγωγής στα έξι εν λειτουργία εργοστάσιά της.
Για πρώτη φορά από το 2017 η Ευρώπη αυξάνει τη χρήση λιγνίτη για παραγωγή ρεύματος, μάλιστα κατά 18%, από την αρχή του έτους. Κι όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Κώστας Σκρέκας παραμένουν βυθισμένοι στη φαντασίωση της σκληροπυρηνικής απολιγνιτοποίησης…
Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Ενέργειας αρνούνται πεισματικά να βγουν από τον ενεργειακό λήθαργό τους και επιμένουν σε μια πράσινη μετάβαση, την οποία όλη η Ευρώπη βάζει σήμερα στην άκρη λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
O «δαιμονοποιημένος» από την κυβέρνηση λιγνίτης εξακολουθεί να παραμένει ο τελευταίος τροχός στο ενεργειακό μείγμα της χώρας μας, την ώρα που το Bloomberg σημαίνει γενικό συναγερμό: «Το σταδιακό κλείσιμο της ρωσικής στρόφιγγας εξαναγκάζει όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να χρησιμοποιούν ήδη από τις αποθεματικές εγκαταστάσεις τους τα καύσιμα που προορίζονταν για κατανάλωση τον χειμώνα». Τον Απρίλιο ο κ. Μητσοτάκης προέβη σε μια εξαγγελία που δεν πίστευε τελικά ούτε ο ίδιος, όπως αποδεικνύει η στάση του στη συνέχεια.
Έκτοτε ο πρωθυπουργός περνάει με κάθε ευκαιρία σε όλο το ηλεκτροπαραγωγικό σύστημα της χώρας το μήνυμα ότι ο λιγνίτης είναι αχρείαστος. Έτσι, η ∆ΕΗ επί Στάσση εξακολουθεί να υπολειτουργεί τις διαθέσιµες µονάδες λιγνίτη, ακόμα και τους τελευταίους μήνες που η χρήση του είναι άκρως συμφέρουσα.
Η δέσμευση Μητσοτάκη στις 6/4 για αύξηση κατά 50% της παραγωγής ρεύματος από λιγνίτη, με στόχο να μειωθεί η εξάρτηση από το φυσικό αέριο, δεν έχει υλοποιηθεί. Κάτι αναμενόμενο, όταν ακόμα και την περασμένη εβδομάδα, μιλώντας στη Γ.Σ. του ΣΕΒ, είπε ότι «ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που κοιτάμε είναι η ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα μείωσης εκπομπών ρύπων, κυρίως φεύγοντας από τον λιγνίτη».
Στο ίδιο κλίμα ήταν οι πρόσφατες τοποθετήσεις του τόσο στην Καλαμάτα, στην εκδήλωση για το ΕΣΠΑ, όσο και στη συνέντευξή του στο Reuters.
Η πραγματικότητα είναι γεμάτη από αρνητικές εκπλήξεις. Η Gazprom στραγγίζει διαρκώς τις ροές προς την Ευρώπη, με διάφορες προφάσεις. Αρκούσε μια βλάβη στις τουρμπίνες της Siemens τις τελευταίες μέρες για να σπεύσει η Γερμανία να αλλάξει όλη την ενεργειακή στρατηγική της. Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, εξακολουθεί να πορεύεται σε ένα δικό της παράλληλο σύμπαν, όπου όλα λειτουργούν ομαλά και ο Νο 1 στόχος παραμένει η πράσινη μετάβαση. Σαν να μην την αγγίζουν οι κλειστές στρόφιγγες σε περίπου 10 χώρες.
Εύλογα θα περίμενε κανείς ότι, λόγω των δεσμεύσεων Μητσοτάκη, της οριακής κατάστασης και της νέας έκρηξης ακρίβειας του φυσικού αερίου κατά 60% την περασμένη εβδομάδα, η Ελλάδα θα είχε αυξήσει ήδη το ρεύμα από λιγνίτη στο ενεργειακό της μείγμα. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο…
Ο λιγνίτης εξακολουθεί να είναι στο περιθώριο. Κι ας είναι φτηνότερος από το πανάκριβο φυσικό αέριο, κι ας έχει δώσει από την άνοιξη το πράσινο φως η Ε.Ε. στην αύξηση παραγωγής. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι για την ελληνική κυβέρνηση. Η χώρα μας βασίζεται στη Ρωσία για το 46% του εισαγόμενου αερίου της. Το 2021 το ποσοστό λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα ήταν στο 10%. Δέκα χρόνια πριν, το 2011, ήταν στο 53%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, στο μείγμα παραγωγής ρεύματος Φεβρουαρίου, και ενώ κάλπαζε από το καλοκαίρι του 2021 η ενεργειακή κρίση, το ποσοστό λιγνίτη παρέμενε κολλημένο στο 9,9%.
Τον Απρίλιο, όταν έγιναν οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού για αύξηση κατά 50% της παραγωγής λιγνίτη, ο μέσος όρος στο μείγμα, αντί να ανέβει, καταποντίστηκε στο μισό, στο 4,8%. Το πρώτο 20ήμερο του Μαΐου μόλις που ξεπερνούσε το 5,5%. Συνολικά, στο α΄ τετράμηνο του 2022 η χρήση λιγνίτη στο μείγμα ήταν στο 10,2%, ποσοστό ίδιο με αυτό του 2021.
Στο διάστημα 2019-2021 και λόγω της κυβερνητικής πολιτικής η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη έπεσε όσο ποτέ άλλοτε στη χώρα μας. Χαρακτηριστικά, το 2020 η πρωτογενής παραγωγή από λιγνίτη μειώθηκε κατά 47% σε σχέση με το 2019.
Σύμφωνα με αναλυτές που έχουν γνώση της αγοράς, για να υπάρξει αισθητή πτώση της τιμής ηλεκτρικού ρεύματος απαιτείται ποσοστό λιγνίτη 25%-30% στο ενεργειακό μείγμα.
Ο υπολογισμός από τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, και παρά τις αναφορές ότι έχουν αυξηθεί τα διαθέσιμα αποθέματα, δείχνει ότι στο τελευταίο δεκαήμερο, 10-20 Ιουνίου, δηλαδή μέχρι και χθες, ο μέσος όρος χρήσης λιγνίτη για την παραγωγή ρεύματος παρέμενε καθηλωμένος στο 10,5%.