Πάντα είχα μία επιθυμία. Να δω έναν πραγματικό πόλεμο. Αυτό βέβαια δεν είναι επιθυμία, είναι διαστροφή, αλλά εγώ αυτό επιθυμούσα. Από μικρός λοιπόν έψαχνα να μάθω πού γίνεται πόλεμος και έπεφτα με τα μούτρα να διαβάζω σχετικώς. Αλλά μέχρις εκεί. Μόνο διάβασμα. Δράση μηδέν.
- του Χρήστου Μπολώση
Αργότερα που μεγάλωσα, θέλησα να πηγαίνω ο ίδιος στα πεδία των μαχών σαν τους ηρωικούς ρεπόρτερ μας. Μούρχεται έτσι πρόχειρα στο νου το όνομα του κ. Νικόλα Βαφειάδη στον ΑΝΤ1, τον οποίο εκλιπαρούσε ο κ. Τέρενς Κουίκ «Νικόλα βάλε σε παρακαλώ πολύ το κράνος σου» και στο μυαλό μου γεννιόντουσαν σκηνές σαν αυτές, που ο Διγενής πολεμούσε με τον Χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια. Εγώ πάντως, δεν είχα παρακολουθήσει ακόμα live πόλεμο. Μόνο στην τηλεόραση. Μια το ένα, μια το άλλο, μιά η χούντα (είπαμε η χούντα πάντα χρειάζεται. Είναι σαν το αλάτι στο φαγητό) δεν είχα καταφέρει να υλοποιήσω το παιδικό μου όνειρο.
Έτσι πέταξα από την χαρά μου όταν ξαφνικά «έσκασε» ένα τριήμερο ταξίδι στην Μυτιλήνη, προσκεκλημένος ενός τοπικού συλλόγου για μια ομιλία.
Ο ενθουσιασμός μου μετριάστηκε, όταν είδα ότι το ξενοδοχείο δεν ήταν ακριβώς «παρά θιν αλός», αλλά λίγο πιο μέσα. Δεν πειράζει, σκέφτηκα, όταν αρχίσει ο πόλεμος προωθούμαι λίγο για να βλέπω καλύτερα. Προς στιγμή μάλιστα κλονίστηκα και ρώτησα τον ευγενέστατο ρεσεψιονίστ, μήπως αν πήγαινα στην Λέσβο τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, αλλά εισέπραξα ένα παγερό βλέμμα και μια εξ’ ίσου παγωμένη απάντηση: «Με δουλεύετε κύριε;». Ήταν προφανές ότι τον δούλευα, αλλά ο τύπος δεν σήκωνε καλαμπούρια. Μάλλον ήταν συριζαίος.
Εκείνη τη ημέρα και αφού είχαν προηγηθεί οι, ας πούμε, αγκαλιές Παναγιωτόπουλου – Ακάρ, ο πολυχρονεμένος Σουλτάνος, που να μας κόβει ο Αλλάχ μέρες και να του δίνει χρόνια, δήλωσε: «Από δω και πέρα να προσέχει η Ελλάδα». Όχι, δεν μίλησε για καφέ στο Σύνταγμα όπως είχε πει πριν από 82 χρόνια ένας άλλος του ιδίου μήκους κύματος. Εγώ όμως, όλα αυτά τα άκουγα βερεσέ, μια και είχα εξασφαλίσει πρώτο τραπέζι πίστα. Και περίμενα.
Έτσι, ετοιμάστηκα, φόρτισα το κινητό μου μπας και τραβήξω τίποτις στιγμιότυπα και κονομήσω το κατιτίς μου από κάνα κανάλι και έπεσα για ύπνο περιμένοντας.
Ξαφνικά και μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά, ακούστηκε κάτι σαν βόμβος αεροπλάνων. Έρχονται, σκέφτηκα και βγήκα τρέχοντας στο μπαλκόνι. Μπα, δεν βαριέστε. Τίποτα. Το πρωί ο ευγενέστατος ρεσεψιονίστ, μου είπε: «Σας ανησυχήσαμε χθες το βράδυ; Συγγνώμη αλλά ξέρετε, η κυρία του δωματίου, που βρίσκεται πάνω από το δικό σας, σκόνταψε στο σκαμπό και…»
Το επόμενο βράδυ, κάτι παιδιά πέρασαν με μηχανές, των οποίων οι εξατμίσεις θύμιζαν ομοβροντία πυροβολικού μεν, δεν ήταν όμως, δυστυχώς, πυροβολικό.
Το τρίτο βράδυ σειρά είχε ένας άγριος καυγάς μεταξύ νεαρών και επενδυτών, οι ποίοι παρεπιδημούν στην Μυτιλήνη, στον οποίο έλαβαν μέρος και εκπρόσωποι της κοινωνίας των τοπικών σκύλων.
Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσουμε την Λέσβο, την Μυτιλήνη και τα γύρω νησιά, χωρίς τελικώς να εκπληρωθεί η νεανική μου επιθυμία. Να δω έναν πόλεμο. Ίσως μιαν εταίραν φοράν, που έλεγε και ο Χατζηχρήστος.
Όμως η ζωή δεν είναι μόνο πόλεμος. Είναι και καλοκαιράκι, το οποίο παρά τα σκέρτσα του καιρού έφθασε.
Ετοιμασθείτε λοιπόν! Μαγιό, βατραχοπέδιλα, μπύρες, καρπούζια, ταμπλέτες για τα κουνούπια και βουρ για τις ακροθαλασσιές.
Πριν σας αποχαιρετήσουμε και δώσουμε ραντεβού για τον Σεπτέμβρη να σας θυμίσουμε μερικά εμβληματικά τραγούδα για το Καλοκαίρι, τα οποία ας σιγοψιθυρίσουμε πρίμο σεκόντο.
Και πρώτα πρώτα το «Καλοκαιράκι», σε μουσική του Σπήλιου Μεντή και στίχους του Ίκαρου. Το τραγούδησε η Γιοβάννα, αποσπώντας το Β΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης το 1960. Θα το βρείτε εδώ:
Ακολουθούν τρία τραγούδα με τον πρόσφατα χαμένο Δάκη. «Το «Καλοκαίρι εκείνο», Α΄ βραβείο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1968. Μουσική: Χριστίνα Ντουβή και στίχοι του Τώνη Στρατή:
Το τραγούδησαν και η Κλειώ Δενάρδου και ο Νίκος Αντωνίου. Ακολουθεί το «Τόσα καλοκαίρια» (1968) σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και μουσική Μίμη Πλέσσα:
Και τέλος «Αυτό το καλοκαίρι» σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και στίχους του Αλέκου Σακελλάριου:
Το 1986 ο Νίκος Πορτοκάλογλου βάζει σε όλα τα στόματα το «Καλοκαιράκι»:
Ενώ το 1989 ο Διονύσης Σαββόπουλος, μας παρουσιάζει το «Καλοκαίρι» του:
Βέβαια, τα τραγούδα με θέμα το Καλοκαίρι, το ελληνικό Καλοκαίρι, είναι πάρα πολλά, όπως άλλωστε και για όλες τις εποχές του έτους. Τώρα όμως έχουμε μπροστά μας ακόμα ένα καλοκαίρι. Αφήστε λοιπόν πίσω, αν είναι δυνατόν, covid-19 (από Σεπτέμβριο τον βλέπω πάλι στο σβέρκο μας), ακρίβεια, πιθανές εκλογές (αυτές μας έλειπαν τώρα), τον κ. Παναγιωτόπουλο με τα τυριά του και όλα εκείνα που μας ταλανίζουν επί ένα ολόκληρο χρόνο, βάλτε στην κωλότσεπη του μαγιό το ανοιχτήρι της μπίρας κι από εμένα…
Θα τα ξαναπούμε στις 26 Σεπτεμβρίου. Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά.