Απορρίπτει ως αβάσιμους νομικά και ανιστόρητους τους τουρκικούς ισχυρισμούς για τα νησιά του Αιγαίου
Πλήρως καταρρίπτει τους τουρκικούς παραλογισμούς που στόχο έχουν να εξυπηρετήσουν την αναθεωρητική πολιτική της Αγκυρας η επιστολή της χώρας μας στον ΟΗΕ, η επιβεβλημένη αυτή κίνηση της χώρας μας, που ήλθε τη στιγμή που η Τουρκία ακόμη μια φορά επιλέγει να προκαλέσει ξανά επί του πεδίου αλλά και σε ρητορικό επίπεδο, με επιθέσεις σαν και αυτές που παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες από Τούρκους αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου και του Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και με το… ξαφνικό ενδιαφέρον τους για έρευνες στην καρδιά του Αιγαίου. Την επιστολή απέδωσε -έπειτα από οδηγίες του Νίκου Δένδια– στον γ.γ. του οργανισμού Αντόνιο Γκουτέρες η μόνιμη αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ Μαρία Θεοφίλη, σε απάντηση αντίστοιχης επιστολής που είχε απευθύνει ο Τούρκος μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ στις 30 Σεπτεμβρίου 2021.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, οι παρεμβάσεις της τουρκικής πλευράς στον ΟΗΕ δημιουργούν μια νέα εξέλιξη σε σχέση με τις υποτιθέμενες διαφορές που η γείτων ισχυρίζεται ότι υπάρχουν ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία σχετικά με το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Οπως υπογραμμίζεται, η τουρκική θέση σημαίνει ότι αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στα νησιά, υποσκάπτοντας τόσο τη Συνθήκη της Λωζάννης όσο και των Παρισίων το 1947.
Με την επιστολή, που, όπως τονίζουν διπλωματικές πηγές, αποτελεί προϊόν ενδελεχούς εργασίας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΞ, απορρίπτονται στο σύνολό τους οι ισχυρισμοί της τουρκικής πλευράς, καθώς είναι αβάσιμοι νομικά, ιστορικά και επί των πραγματικών γεγονότων. Συγκεκριμένα, απορρίπτεται το σύνολο της τουρκικής επιχειρηματολογίας όσον αφορά τη «διασύνδεση» της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών και των παρακείμενων νήσων του Αιγαίου με τη δήθεν υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης των νησιών αυτών.
Το επιχείρημα που τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να αναδείξει η Τουρκία ως «μείζον», προκειμένου να μπορέσει να σύρει τη χώρα μας σε έναν «άνευ όρων και προϋποθέσεων» διάλογο για το Αιγαίο, με σκοπό να επιβάλει την αναθεωρητική ατζέντα της, κάτι το οποίο ακόμη και χθες ακόμα μια φορά επανέλαβε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, απειλώντας μάλιστα εμμέσως τη χώρα μας, αφού τόνισε ότι δεν… μπλοφάρει.
Στην επιστολή τονίζεται ότι η διασύνδεση αυτή αποτελεί καθαρή αθέτηση τόσο του γράμματος όσο και του πνεύματος της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923 και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947, που ορίζουν μόνιμα σύνορα και εδαφικά δικαιώματα στις χώρες που αναφέρονται, χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος όρος ή υποχρέωση. Τονίζεται ότι, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, όταν τα κράτη συνομολογούν μια συνθήκη που ορίζει σύνορα ή εδαφική κυριαρχία, ο βασικός σκοπός τους είναι να επιτύχουν σταθερότητα και τελικό καθεστώς (finality). Δίδονται, μάλιστα, και αναλυτικά παραδείγματα αποφάσεων διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων που αποδεικνύουν την ορθότητα της ελληνικής θέσης.
Οι ίδιες διπλωματικές πηγές διευκρινίζουν ότι, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, «όταν μια συνθήκη ορίζει ένα σύνορο ή μια οριστική εδαφική διευθέτηση, αυτή η διευθέτηση αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός από μόνο του, το οποίο δεν εξαρτάται πλέον από τη συνθήκη. Ο ορισμός ενός συνόρου αποτελεί μια αυτόνομη πραγματικότητα και δημιουργεί μονιμότητα».
Ως εκ τούτου, οι τουρκικοί ισχυρισμοί περί σύνδεσης της κυριαρχίας της χώρας μας επί των νησιών, όπως σημειώνεται στην επιστολή της κυρίας Θεοφίλη, υπονομεύουν την περιφερειακή ειρήνη και την ασφάλεια.
Ιδιαιτέρως όμως σημαντική είναι και η διευκρίνιση εκ μέρους της ελληνικής πλευράς ότι τα νησιά αυτά, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, έχουν δικαιώματα σε χωρικά ύδατα, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και υφαλοκρηπίδα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα απορρίπτει στο σύνολό τους τις σχετικές αιτιάσεις της Τουρκίας, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο ότι τα ζητήματα τόσο της ανακηρύξεως ΑΟΖ όσο και της επέκτασης των εθνικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια παραμένουν στη φαρέτρα της ελληνικής πλευράς. Η επιστολή επίσης απορρίπτει στο σύνολό τους τις τουρκικές αιτιάσεις σχετικά με την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, υπογραμμίζοντας ότι οι αιτιάσεις αυτές, οι οποίες δεν στέκουν νομικά, αλλά έχουν καθαρά πολιτικά κίνητρα, τροφοδοτούν έτι περαιτέρω την αστάθεια που προκαλεί η Τουρκία με τις ενέργειές της.
«Η Ελλάδα έχει επανειλημμένα εξηγήσει τα λάθη και τις πλάνες των επιχειρημάτων της Τουρκίας τόσο διμερώς όσο και σε διάφορα διεθνή φόρα, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Εθνών» σημειώνεται στην επιστολή, αλλά η Τουρκία επιμένει να παρουσιάζει αυτές τις θέσεις για να εξυπηρετήσει τους δικούς της πολιτικούς σκοπούς.
Στην επιστολή όμως γίνεται εκτενής αναφορά και στην τουρκική επιθετικότητα και την κλιμάκωσή της. Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει μεγαλώσει το οπλοστάσιό της, μεγάλο μέρος του οποίου έχει τοποθετηθεί απέναντι από τα ελληνικά νησιά, σε επιθετική μάλιστα διάταξη, και υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία δεν έχει διστάσει να εξαπολύσει σοβαρές απειλές χρήσης των ενόπλων δυνάμεών της κατά της Ελλάδας, με συγκεκριμένη αναφορά στο ψήφισμα του Ιουνίου του 1995, το περίφημο casus belli. Υπογραμμίζεται ακόμη ότι οι απειλές αυτές πρέπει να συνδεθούν με την παρενόχληση ελληνικών μονάδων του Ναυτικού, αλλά και ερευνητικών σκαφών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος για τους επιβάτες τους.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στις επανειλημμένες υπερπτήσεις, ενώ υπενθυμίζεται στην Τουρκία το άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάννης που τις απαγορεύει ρητά για την τουρκική πλευρά. Η επιστολή καταλήγει λέγοντας ότι η Ελλάδα καλεί την Τουρκία να σταματήσει να αμφισβητεί την κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου, να απέχει από την απειλή χρήσης βίας, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 2(4) του Χάρτη του ΟΗΕ, και να σταματήσει να πραγματοποιεί παράνομες ενέργειες, οι οποίες παραβιάζουν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο.
Οι πρακτικές αυτές, οι οποίες υποδηλώνουν ένα πνεύμα αναθεωρητισμού, βρίσκονται τελείως εκτός του βασικού πλαισίου των σχέσεων μεταξύ των κρατών, όπως ορίζει ο Χάρτης του ΟΗΕ, και αποτελούν σοβαρή απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Ακόμη μια φορά, πάντως, στην επιστολή η ελληνική πλευρά επαναλαμβάνει ότι οι δύο χώρες μπορούν να επιλύσουν τη μοναδική τους διαφορά, τον ορισμό δηλαδή υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο πλαίσιο των σχέσεων καλής γειτονίας και πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. «Η Ελλάδα καλεί την Τουρκία να δεσμευτεί στην ειρηνική επίλυση αυτής της διαφοράς» καταλήγει η επιστολή.