Tην εικόνα μιας Ελλάδας που ο ίδιος έχει στο μυαλό του και όχι την πραγματική μετέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στους εκπροσώπους των ελληνοαμερικανικών οργανώσεων, κατά τη διάρκεια του δείπνου που οργάνωσαν προς τιμήν του την Τρίτη το βράδυ στην Ουάσινγκτον.
Υποστήριξε πως σήμερα η Ελλάδα είναι μια ζωντανή δημοκρατία με μια ακμάζουσα οικονομία, μια χώρα που κατάφερε να ξεπεράσει μια πολύ οδυνηρή οικονομική κρίση, και το πιο ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι πολλοί νέοι που έφυγαν από τη χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης επιστρέφουν, και αυτό, όπως είπε, οφείλεται στο ότι «προσφέρουμε περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης, η ανεργία έχει μειωθεί, οι επενδύσεις έχουν επιταχυνθεί και υπάρχουν αξιόλογες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα». Μόνο που πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις έδειξε ότι ακόμα και σήμερα η πλειοψηφία των νέων σε ποσοστό κοντά στο 60% θα έφευγε από τη χώρα, αν έβρισκε καλή δουλειά στο εξωτερικό.
Αναφέρθηκε στις κρίσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η κυβέρνησή του (Εβρος, πανδημία κ.ά.) και υποστήριξε πως πλέον η Ελλάδα είναι ανάμεσα στους πρωταγωνιστές στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μία διαπίστωση που κι αυτή είναι στον αέρα, αφού η κυβέρνησή του δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να επιβάλει δική της ατζέντα στην ενεργειακή κρίση για την ανακούφιση των Ελλήνων, όπως έχουν πετύχει άλλες χώρες (π.χ. Ισπανία και Πορτογαλία).
Αναφερόμενος στη συνομιλία του με τον κ. Μπάιντεν, είπε ότι είχε την ευκαιρία να υπογραμμίσει τη σημασία της διμερούς σχέσης εντός του πλαισίου της νέας ενεργειακής αρχιτεκτονικής στην ανατολική Μεσόγειο, όπου η χώρα μας καθίσταται πλέον πύλη εισόδου προς την Ευρώπη για το φυσικό αέριο της Μέσης Ανατολής. Τόνισε πως είναι ευτυχής και υπερήφανος που η παρουσία του στο Κογκρέσο γέμισε με περηφάνια την ελληνοαμερικανική κοινότητα.
«Σήμερα είναι μία ιδιαίτερη ημέρα για την Ελλάδα και την Κύπρο, έχετε κάθε λόγο να αισθάνεστε περήφανοι, κι εγώ αισθάνομαι περήφανος» κατέληξε. Στο τέλος της εκδήλωσης ο πρωθυπουργός παρασημοφόρησε «12 επιφανείς ομογενείς για την προσφορά τους», παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου, της πρόεδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι και του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας Μπομπ Μενέντεζ.