Η Γερουσία τον κατηγορεί ότι μοίρασε πάνω από 1 δισ. € σε εταιρίες ξένων συμβούλων που προωθούσαν συμφέροντα
Του Βασίλη Γαλούπη
Ο Ελληνας πρωθυπουργός μοιάζει να δρα ως πολιτικός κλώνος του Μακρόν. Σπεύδει να λαμβάνει τα ίδια μέτρα σε πανδημία και οικονομία, ενώ ακόμα και όταν μένει αξύριστος ο Γάλλος πρόεδρος, το ίδιο κάνει και ο κ. Μητσοτάκης. Πάνω απ’ όλα, όμως, και οι δύο ηγέτες στηρίζουν τη διακυβέρνησή τους σχεδόν αποκλειστικά στα επικοινωνιακά τρικ και στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Ο Νο 1 πονοκέφαλος μετά τις εκλογές για τον κ. Μακρόν είναι πώς θα συγκεντρώσει τις απαραίτητες 15.000.000 ψήφους για να νικήσει στο διαφαινόμενο θρίλερ του β’ γύρου. Στο μεταξύ, όμως, έχει να αντιμετωπίσει το μεγάλο αγκάθι των ύποπτων σχέσεών του με την αμερικανική McKinsey, ένα εν εξελίξει σκάνδαλο που μπορεί να του στερήσει πολύτιμα «κουκιά» ως τις 24 Απριλίου.
Σ’ αυτό το σκάνδαλο (που εξαφανίστηκε από τα ελληνικά ΜΜΕ) αποκαλύπτεται ότι ο Μακρόν είχε αναθέσει μυστικά, πληρώνοντας εκατοντάδες εκατομμύρια κρατικό χρήμα, τη διαχείριση όλων των κρίσιμων υποθέσεων σε αμερικανικές εταιρίες και ορδές συμβούλων από το εξωτερικό.
Αντί της κυβέρνησης, δηλαδή, διαχειρίζονταν επικοινωνιακά αλλά και πρακτικά τις κρίσεις, όπως αυτή της πανδημίας, συμφέροντα και λομπίστες που ουδεμία σχέση είχαν με τον γαλλικό λαό και το γαλλικό δημόσιο.
Λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, οι οικονομικοί εισαγγελείς στη Γαλλία άνοιξαν έρευνα για φορολογική απάτη και ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, βασιζόμενοι σε έκθεση της εξεταστικής επιτροπής της γαλλικής Γερουσίας για τις σκανδαλώδεις κρατικές δαπάνες σε εταιρίες συμβούλων.
Η έκθεση περιγράφει πώς η κυβέρνηση Μακρόν δαπάνησε πέρυσι 893.900.000 ευρώ κρατικού χρήματος σε διάφορους συμβούλους, με τη μερίδα του λέοντος να πηγαίνει στην αμερικανική McKinsey & Co, μία από τις ισχυρότερες εταιρίες συμβουλευτικών υπηρεσιών στον κόσμο. Ο γαλλικός Τύπος υπολογίζει το συνολικό ποσό σε πάνω από 1 δισ. ευρώ. Συγκριτικά, το 2018, το πρώτο πλήρες έτος του Μακρόν στην εξουσία, δαπανήθηκαν 379.000.000 ευρώ.
Επιπρόσθετα, η εισαγγελική έρευνα κατηγορεί τη McKinsey, η οποία δήλωσε πωλήσεις συμβουλευτικών υπηρεσιών 329.000.000 ευρώ στη Γαλλία τα τελευταία 10 χρόνια, ότι δεν πλήρωσε εταιρικούς φόρους γι’ αυτά τα χρήματα, κάτι που η εταιρία αρνείται. Η έκθεση της Γερουσίας ισχυρίζεται ότι η McKinsey χρησιμοποίησε ένα σύστημα «φορολογικής βελτιστοποίησης», μέσω της μητρικής εταιρίας της στο Ντέλαγουερ των ΗΠΑ, προκειμένου να φοροδιαφεύγει.
Το «McKinseyGate», όπως το αποκαλούν οι Γάλλοι, είναι το Νο 1 θέμα, που έχει υποχρεώσει τον Μακρόν να απολογείται και να παίρνει αμυντική στάση στην προεκλογική εκστρατεία του. Τον χτυπά ακριβώς εκεί που, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, είναι το πιο αδύναμο σημείο του κι αυτό που θυμώνει τον κόσμο περισσότερο: στο ότι έχει το ίματζ ενός αλαζονικού «προέδρου των πλουσίων» με ένα μυστικοπαθές στιλ λήψης αποφάσεων, υπηρετώντας τα συμφέροντα των τραπεζών και των μεγάλων εταιριών. Να σημειωθεί ότι η McKinsey πλήρωσε πρόστιμο πάνω από 570.000.000 δολάρια πρόσφατα στις ΗΠΑ για ένα από τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά εγκλήματα των τελευταίων δεκαετιών, την «κρίση των οπιοειδών».
Η έκθεση αποκάλυψε ότι στα πέντε χρόνια διακυβέρνησης Μακρόν οι δουλειές για τη McKinsey κι άλλες συμβουλευτικές εταιρίες αυξάνονταν σταθερά, όμως εκτοξεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της κυκλοφορίας των εμβολίων στη χώρα.
Στις 380 σελίδες της αναφοράς της Γερουσίας η επιρροή των εταιριών στην κυβέρνηση χαρακτηρίζεται «έχουσα πολλά πλοκάμια» και περιγράφεται πώς οι ιδιώτες σύμβουλοι συμμετείχαν σε υπουργικά συμβούλια και έγραφαν, ανώνυμα, κυβερνητικές εκθέσεις.
Ιδιωτικές συμβουλευτικές εταιρίες αποκαλύπτεται ότι εμπλέκονται σχεδόν σε όλες τις μεταρρυθμίσεις της Γαλλίας, από την αναθεώρηση των επιδομάτων στέγασης μέχρι την ασφάλιση των ανέργων. Σύμβουλοι υψηλής ισχύος από εταιρίες όπως McKinsey, Accenture, BCG και Capgemini διαδραματίζουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην παροχή βασικών κρατικών υπηρεσιών, αντικαθιστώντας και εκτοπίζοντας το γαλλικό δημόσιο.
Η γαλλική κυβέρνηση έχει υπογράψει τουλάχιστον 575 συμβάσεις με ιδιωτικές εταιρίες από τον Οκτώβριο του 2018 για υπηρεσίες για όλα τα μείζονα θέματα: από τη δημιουργία των σχεδίων οικονομικής ανάκαμψης μέχρι τη στρατηγική για τις εκπομπές άνθρακα και την καταπολέμηση του κορονοϊού.
1.000.000 € τον μήνα για τη διαχείριση της πανδημίας
Η πανδημία στάθηκε η αφορμή να εκτοξευθεί τόσο πολύ η πρόσληψη ιδιωτικών συμβουλευτικών εταιριών, που πολλοί βουλευτές της γαλλικής αντιπολίτευσης λένε ότι η χώρα αφοπλίστηκε τελείως στα υγειονομικά ζητήματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο καθημερινό μίτινγκ, μέσω Zoom, στις 5 κάθε απόγευμα, των αξιωματούχων του γαλλικού υπουργείου Υγείας για την επίβλεψη των εμβολιασμών δεν προεδρεύει κάποιος δημόσιος αξιωματούχος. Προεδρεύει σύμβουλος της McKinsey. Η αμερικανική McKinsey ανέλαβε από τις 30 Νοεμβρίου το πρόγραμμα εμβολιασμού στη Γαλλία, λαμβάνοντας για τις υπηρεσίες της 3.400.000 ευρώ. Επιπλέον 600.000 ευρώ χρέωσε η εταιρία για να στήσει έναν «στρατηγικό πύργο ελέγχου» στη γαλλική υπηρεσία δημόσιας υγείας Public Health France.
Μέσα σε μόλις 10 μήνες το 2020 η κυβέρνηση Μακρόν υπέγραψε τουλάχιστον 28 συμβόλαια με ιδιωτικές εταιρίες συμβούλων, δηλαδή ένα νέο συμβόλαιο κάθε δύο εβδομάδες για την πανδημία. Αυτό αναλογεί σε 1.000.000 ευρώ τον μήνα και 250.000 ευρώ την εβδομάδα σε συμβουλευτικές εταιρίες. Ενδεικτικά, κάποιες από τις πιο πρόσφατες «κορονοσυμβάσεις» είναι:
1. McKinsey, 4.000.000 ευρώ. Της ανατέθηκε το πρόγραμμα εμβολιασμού (κεντρικός συντονισμός – σχεδιασμός).
2. Citwell 3.800.000 ευρώ. Της ανατέθηκε η υλικοτεχνική υποστήριξη για τα εμβόλια και τον εξοπλισμό ατομικής προστασίας.
3. Accenture, 1.300.000 ευρώ. Για υπηρεσίες πληροφορικής πάνω στην εκστρατεία εμβολιασμού.
4. JLL Consulting, 1.200.000 ευρώ.
5. Roland Berger, 940.549 ευρώ.
6. CGI, 74.959 ευρώ.
7. Deloitte, 24.516 ευρώ.
Ουσιαστικά, ο Μακρόν προσέλαβε, ησύχως, την McKinsey όπως στη συνέχεια και άλλες εταιρίες προκειμένου να διαχειριστούν συνολικά την κρίση της πανδημίας, αναλαμβάνοντας τα πάντα. Με τις συμβάσεις εκατομμυρίων ευρώ -που μόλις πρόσφατα αποκαλύφθηκαν- να μην έχουν γνωστοποιηθεί στο κοινό. Το ερώτημα όμως είναι: Έχει γίνει κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα; Διότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ειδικά ως προς την πανδημία αντέγραφε κάθε κίνηση του Γάλλου προέδρου!
Ο σκιώδης επικοινωνιολόγος του Μητσοτάκη, Γκρίνμπεργκ: «Δουλεύουμε με τη McKinsey»
Τον περασμένο Σεπτέμβριο προκλήθηκε σάλος στην ελληνική κοινή γνώμη, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Αμερικανός «γκουρού» σύμβουλος επικοινωνίας Στάνλεϊ Γκρίνμπεργκ βρέθηκε, δίχως ποτέ να ανακοινωθεί επίσημα, στη ΔΕΘ και στο πρωθυπουργικό αεροσκάφος.
Η αμήχανη απάντηση της κυβέρνησης είναι ότι επρόκειτο για «φίλο» του Μητσοτάκη κι όχι για κάποιον επί πληρωμή σύμβουλο. Ο «σκιώδης» ρόλος του Γκρίνμπεργκ στο πρωθυπουργικό περιβάλλον δεν διευκρινίστηκε ποτέ, όπως και τα περί «αμισθί». Η δεδομένη επιρροή του, ωστόσο, εξηγήθηκε από τις ανεκδιήγητες δηλώσεις Μητσοτάκη για το τελευταίο… μίλι της πανδημίας και κάτι φωτογραφίες που έβγαζε με μουλάρια και Ντάλτον στον Θεσσαλικό Κάμπο.
Παρεμπιπτόντως, και με αφορμή το γαλλικό σκάνδαλο, τον Ιούνιο του 2013 ο δημοσιογράφος Νόα Ντέιβις πήρε συνέντευξη από τον Σταν Γκρίνμπεργκ για λογαριασμό του αμερικανικού περιοδικού «Pacific Standard». Εκεί ο «γκουρού» του Μητσοτάκη είπε: «Δουλεύουμε με τη McKinsey. Μετά τα μίτινγκ με τους ανθρώπους της κοιταζόμαστε μεταξύ μας εμείς στο κλαμπ των Δημοκρατικών και λέμε “αυτοί εδώ είναι πολύ έξυπνοι”. Οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες δεν είναι ξύπνιοι μ’ αυτή την έννοια».
Το 2017 η McKinsey σε ειδική έκδοση για τις «Εξωτερικές Σχέσεις» φιλοξενούσε συνέντευξη του Γκρίνμπεργκ, παρουσιάζοντάς τον «ως πολιτικό σύμβουλο και εξπέρ στις δημόσιες σχέσεις». Σαν πολλές συμπτώσεις δεν μαζεύτηκαν;
Οι απευθείας αναθέσεις του γαλλικού υπ. Υγείας με το κόλπο του κατεπείγοντος
Και στη Γαλλία, όπως στις περισσότερες χώρες, οι νομικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται για την πρόσκληση υποβολής προσφορών σε συμβουλευτικές «υπηρεσιών» ευνοούν τις ισχυρότερες εταιρίες.
Για παράδειγμα, η McKinsey κέρδισε δύο μεγάλες αναθέσεις το 2018 και το 2019 από δύο κρατικούς οργανισμούς. Όμως, σύμφωνα με την εφημερίδα «Le Monde», οι μικρότερες επιχειρήσεις βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση. Μια άλλη μέθοδος που μπορεί να παρακάμψει διαδικασίες είναι να επικαλεστεί ένα υπουργείο τον επείγοντα χαρακτήρα μιας κατάστασης (όπως γίνεται κατά κόρον και στην Ελλάδα) ή το droit de suite («δικαίωμα μεταπώλησης») για να ανανεώσει τη σύμβαση μιας ήδη εμπλεκόμενης εταιρίας χωρίς να προκηρύξει νέο διαγωνισμό.
Αυτός είναι ο τρόπος ή πιο σωστά το κόλπο με το οποίο το γαλλικό υπουργείο Υγείας απένειμε 18 διαδοχικές δουλειές στη McKinsey και την Accenture κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπως τονίζει η έκθεση της Γερουσίας. Απευθείας αναθέσεις αλά γαλλικά. Και όχι μόνο…