Από την ημέρα της δολοφονίας του Αλκη από μια εγκληματική συμμορία, η οποία φόρεσε τον μανδύα του ποδοσφαιρικού οπαδισμού προκειμένου να βρει «γήπεδο» ώστε να δέρνει και να σκοτώνει ανθρώπους, γίνεται μια τιτάνια προσπάθεια απ’ όλες τις πλευρές για να πέσουν οι τόνοι.
Από τον BΑΣΙΛΗ ΓΑΛΟΥΠΗ
Αφενός για να ευαισθητοποιηθούν, επιτέλους, ποδόσφαιρο και Πολιτεία, ώστε να τελειώνουμε μια και καλή με τέτοια αποβράσματα που σφάζουν ανθρώπους δήθεν στο όνομα μιας ομάδας, αφετέρου ώστε η Δικαιοσύνη και η Αστυνομία να «δέσουν» την υπόθεση για να καταδικαστούν οι ένοχοι.
Η κοινή γνώμη είναι σοκαρισμένη. Δακρυσμένοι οπαδοί όλων των ομάδων υψώνουν πανό για τον Αλκη. Οι διοικήσεις είναι στο πλευρό της οικογένειας. Οι ποδοσφαιριστές σηκώνουν φανέλες με το όνομα του δολοφονηθέντος. Η κυβέρνηση επιχειρεί να βάλει ένα νέο, πιο αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, και η Αστυνομία κάνει «ντου» στους συνδέσμους μήπως, έστω και μετά την τραγωδία, περιοριστούν τέτοια φαινόμενα. Και, πάνω απ’ όλα, οι μοιραίοι γονείς του δολοφονημένου παλικαριού κρατούν αξιοπρεπή στάση, έχοντας δίπλα τους όλη την κοινωνία, ποδοσφαιρική και μη.
Μοναδική παραφωνία σε όλο αυτό το σκηνικό θλίψης, σιωπής και συλλογικής αυτοκριτικής είναι ο Αλέξης Κούγιας. Ο οποίος ρίχνει «λάδι στη φωτιά» επί καθημερινής βάσης, παίρνοντας σβάρνα τα κανάλια. Τα κανάλια, βέβαια, ξέρουν ότι «πουλάει» ο Κούγιας, όμως το συγκεκριμένο θέμα δεν προσφέρεται για τηλεθεάσεις.
Ο Κούγιας είναι ένας έμπειρος ποινικολόγος. Και είναι απορίας άξιον πώς δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ώρα για ποδοσφαιροκουβέντες. Είναι άλλο, στο πλαίσιο της ποδοσφαιρικής αντιπαράθεσης, να θεωρείς, π.χ., καλό τον Ολυμπιακό και, π.χ., κακό τον ΠΑΟΚ ή την ΑΕΚ και τον Παναθηναϊκό, φτάνοντας ακόμα και στην υπερβολή. Κι άλλο, ύστερα από μια στυγερή δολοφονία, να προκύπτουν «μπηχτές» και υπονοούμενα ώστε, επικοινωνιακά, να «χρεωθεί» σε μια ομάδα η δράση κοινών εγκληματιών.
Αν υπάρχουν στοιχεία, ο κ. Κούγιας, ως συνήγορος της οικογένειας του δολοφονηθέντος, γνωρίζει καλύτερα από καθέναν ποιον δρόμο οφείλει να ακολουθήσει. Κι αυτός δεν είναι των καναλιών. Αν, όμως, δεν διαθέτει τέτοια στοιχεία και ρίχνει… άσφαιρα για εντυπωσιασμό, το μόνο που καταφέρνει είναι να δηλητηριάζει και να γεμίζει με ακόμα περισσότερη τοξικότητα έναν χώρο που ήδη πνίγεται στον βούρκο εδώ και χρόνια. Λίγη εγκράτεια και αίσθημα ευθύνης, λοιπόν.
Μια δολοφονία δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο ποδοσφαιρικής αντιπαράθεσης. Αυτό που συνέβη ξεπερνά την ποδοσφαιρική καθημερινότητα, με τις κόντρες ομάδων και τα «άρματα» που συνήθως επιλέγουν οι παράγοντες, μιλώντας, π.χ., για τη διαιτησία ή την ΕΠΟ.
Είναι βαθιά νυχτωμένος όποιος πιστεύει ότι οι ομάδες έχουν ανάγκη να υποθάλπουν εγκληματίες για να αποκτούν «οπαδικούς στρατούς». Οι ομάδες, και ειδικά οι πιο λαοφιλείς, είναι μόνο ζημιωμένες και, συχνά, εκβιαζόμενες από τέτοιες συμμορίες. Και, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει πολιτική βούληση για άμεση δράση, δεν μπορούν να τις ξεφορτωθούν. Αν μια κυβέρνηση αποφάσιζε να κλείσουν όλοι οι σύνδεσμοι, θα έκλειναν. Καμιά δεν το έχει αποφασίσει. Ακόμα και ο νόμος Ορφανού, το 2006, με το ιδιώνυμο για την οπαδική βία, άντεξε μόνο λίγους μήνες.
Πανίσχυροι επιχειρηματίες της ελληνικής οικονομίας έχουν φύγει τρέχοντας από το ποδόσφαιρο ακριβώς επειδή τους απειλούσαν τέτοιες εγκληματικές συμμορίες και τους διέλυαν τις ομάδες με επεισόδια, απειλές για ξύλο και με σφαίρες μέσα σε φακέλους. Τέτοιες συμμορίες, δήθεν οπαδικές, εισχωρούν ταυτόχρονα και σε πολιτικούς χώρους ή καταλαμβάνουν πλατείες ή ακόμα και πανεπιστήμια με άλλες εγκληματικές δράσεις, πιο κερδοφόρες.
Και μόνο το γεγονός ότι για τον Αλκη οι διοικήσεις του ΠΑΟΚ και του Αρη θέλουν να διεξαχθεί φιλικό παιχνίδι, αλλά δεν θα το κάνουν επειδή τρέμουν επεισόδια και μαχαιρώματα μεταξύ σκληροπυρηνικών οπαδών, αποδεικνύει τι συμβαίνει.
Το πρόβλημα των ανεξέλεγκτων τραμπούκων, που μπορεί να φτάσουν στα άκρα, δεν το έχει μόνο μία ομάδα – το έχουν όλες. Και, πάνω απ’ όλα, η ελληνική κοινωνία. Δεν κάνει η φανέλα κάποιον φονιά – ο φονιάς κρύβεται πίσω από μια φανέλα. Στην κοινωνία μας γιγαντώνεται και οργανώνεται ένα τέρας εγκληματικότητας, που άλλοτε επιλέγει να φορέσει τη φανέλα μιας ομάδας, άλλοτε μιας ιδεολογίας, άλλοτε μιας πλατείας, ενός σχολείου ή γειτονιάς.