«Θα ταλαιπωρηθεί για αρκετούς μήνες, αφού θα αυξηθούν οι νεκροί» υποστηρίζει ο επιδημιολόγος καθηγητής του Στάνφορντ
Τίτλοι τέλους στην επιχείρηση κατατρομοκράτησης του πληθυσμού και στην εργαλειοποίηση της πανδημίας τίθενται με τον πλέον θεαματικό τρόπο από τον επιφανή επιδημιολόγο, καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Στάνφορντ Γιάννη Ιωαννίδη με την προδημοσίευση μιας νέας μεταανάλυσής του στο MedRxiv.
Η έρευνα αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα πως η θνησιμότητα από τη λοίμωξη του Covid (Infection Fatality Rate) ανέρχεται για τις ηλικίες από 0 έως 19 ετών μόλις στο 0,0013%, ενώ για τους άνω των 70 ετών κυμαίνεται μεταξύ του 2,9% έως το 4,9%.
Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς της έρευνας Γιάννης Ιωαννίδης και Κάθριν Αξφορς, οι πρώιμες εκτιμήσεις του ποσοστού θνησιμότητας (Case Fatality Rate), δηλαδή του λόγου των θανάτων προς τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στους ηλικιωμένους, ήταν εξαιρετικά υψηλές, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στη διασπορά του φόβου αλλά και στη σπουδή που καταγράφηκε για τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Όμως ο αριθμός των ατόμων που προσβλήθηκαν από τη νόσο ήταν πολύ μεγαλύτερος από τις καταγεγραμμένες περιπτώσεις.
Επομένως, το Infection Fatality Rate (IFR), η θνησιμότητα από τη λοίμωξη, είναι κατά πολύ χαμηλότερη. Διαπιστώνεται παράλληλα πως η θνητότητα από τον Covid είναι εντυπωσιακά χαμηλότερη στους ηλικιωμένους που διαβιούν εντός της κοινότητας, σε αντιδιαστολή με τους ηλικιωμένους που ζουν στους οίκους ευγηρίας καθώς και στις αντίστοιχες μονάδες φροντίδας. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η θνησιμότητα από τη λοίμωξη σε αυτήν την ηλικιακή διαστρωμάτωση καταγράφει τη διακύμανση μεταξύ του 2,9% και του 4,9%.
Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι το ποσοστό των θανάτων στα γηροκομεία μειώθηκε σημαντικά μετά την παρέλευση του πρώτου κύματος της πανδημίας, περιορίζοντας έτι περαιτέρω τη θνησιμότητα σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα, ενώ η γνώση που η επιστημονική κοινότητα έχει πλέον αποκτήσει, όπως και τα εμβόλια, που παρέχουν, όπως τονίζεται, προστασία έναντι του θανάτου και όχι της νόσησης, θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο τη θνησιμότητα από τον Covid.
Ο καθηγητής Ιωαννίδης έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του πως η πανδημία έχει λήξει και βρισκόμαστε πλέον στην ενδημική της φάση. Δεν μοιράζεται πάντως την ίδια αισιοδοξία για την Ελλάδα, καθώς έχει υπογραμμίσει ότι θα είναι ουραγός στην έξοδο από την πανδημία και θα ταλαιπωρηθεί για αρκετούς μήνες ακόμη, σημειώνοντας παράλληλα ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 35η θέση παγκοσμίως από την αρχή της πανδημίας σε αριθμό νεκρών ανά εκατομμύριο πληθυσμού και πιθανότατα θα σκαρφαλώσει έτι περαιτέρω «στην 25η έως 30ή ή ακόμη και πιο ψηλά, καταγράφοντας μια υγειονομική τραγωδία.
«Για εγκλήματα κατά της ζωής» κάνει λόγο στη «δημοκρατία» ο πρώην διοικητής του ΑΧΕΠΑ Δημήτρης Γάκης, ο οποίος, αναλύοντας τον συνολικό αριθμό κρουσμάτων του ΕΟΔΥ προς τους θανάτους, διαπιστώνει στους άνω των 70 ετών θνησιμότητα που ανέρχεται στο 11%, ενώ ο καθηγητής Κλινικής Φαρμακολογίας στο ΑΠΘ Δημήτρης Κούβελας τονίζει πως τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας πέτυχαν τη διασπορά του θανατικού.
Πώς διαμορφώνεται πλέον η θνησιμότητα από κορονοϊό ανά ηλικιακή ομάδα
Για τους 0-19 ετών, απαντά ο καθηγητής Γ. Ιωαννίδης, ανέρχεται στο 0,0013%, για την ηλικιακή ομάδα των 20-29 ετών στο 0,0088%, για τους 30-39 ετών στο 0,021%, για τους 40-49 ετών 0,042%, για τους 50-59 ετών στο 0,14%, για τους 60-69 ετών στο 0,65% και για τους 70 ετών και άνω το ποσοστό IFR κυμαίνεται από 2,9% έως 4,9%.
Στη μετα-ανάλυση του κ. Ιωαννίδη συμπεριελήφθησαν 25 έρευνες οροθετικού επιπολασμού, που αφορούσαν την επιβίωση ασθενών με Covid-19 κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας και οι οποίες διεξήχθησαν σε 14 χώρες. Στις μελέτες αυτές συμμετείχαν 1.000 και άνω άτομα ηλικίας 70> ετών για τη δημιουργία δειγμάτων που αντικατοπτρίζουν τον γενικό πληθυσμό.
Ο κ. Ιωαννίδης, όμως, στη μετα-έρευνά του συμπεριλαμβάνει παραμέτρους για την εξαγωγή συμπερασμάτων, όπως αντιπροσωπευτικότητα πληθυσμού, γερασμένους ηλικιακά πληθυσμούς, συννοσηρότητες, ποσοστά παχυσαρκίας στον πληθυσμό, ευάλωτες ομάδες, υποκαταγραφές θανάτων ή αντίθετα υπερκαταγραφές, πληθυσμούς που διαβιούν στα γηροκομεία και πληθυσμούς ηλικιωμένων εντός της κοινότητας σε γηροκομεία, κοινωνικοοικονομικές συνθήκες κοκ.
Είναι, δε, εξαιρετικός ο τρόπος με τον οποίο αποδομεί περισπούδαστες έρευνες, βάσει των οποίων, όπως σημειώνεται, ελήφθησαν αποφάσεις για τις πολιτικές υγείας και την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η μελέτη του Levin et al (Hanage WP, Owusu-Boaitey N, Cochran KB, Walsh SP, Meyerowitz-Katz G. Assessing the age specificity of infection fatality rates for COVID-19: systematic review, meta-analysis, and public policy implications. European journal of epidemiology. 2020), που «αποτελεί τη βάση για τα σενάρια σχεδιασμού της πανδημίας του CDC των ΗΠΑ, αναφέρεται IFR 4,6% στην ηλικία των 75 ετών και 15% στην ηλικία των 85, χωρίς να διαχωρίζονται οι θάνατοι σε οίκους ευγηρίας, με αποτέλεσμα να αναφέρονται σε όλους τους ηλικιωμένους. Η αξιολόγηση βασίστηκε σε σχετικά περιορισμένα δεδομένα για αυτές τις ομάδες και περιορίστηκε στις προηγμένες οικονομίες».
Πρώιμες εκτιμήσεις
Σημειώνεται, δε, πως «οι πρώιμες εκτιμήσεις για το CFR από την Κίνα το προσδιόριζαν στο 8% για την ηλικιακή ομάδα των 70-79 και στο 14,8% για αυτή των 80 ετών και άνω. Εξαιρετικά υψηλές ήταν, αντίστοιχα, οι εκτιμήσεις από την Ιταλία και τη Ν. Υόρκη».
Προστίθεται πως «οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να προστατεύονται περισσότερο από την έκθεση στη λοίμωξη απ’ ό,τι οι νεότεροι, αν και η προστασία των ηλικιωμένων διέφερε σημαντικά μεταξύ των χωρών. Πέραν, όμως, της ηλικίας, οι συννοσηρότητες και η χαμηλότερη λειτουργικότητα επιδρούν σημαντικά στον κίνδυνο θανάτου. Κυρίως οι ηλικιωμένοι κάτοικοι γηροκομείων αντιπροσώπευαν το 30%-70% των θανάτων από Covid-19 σε χώρες υψηλού εισοδήματος κατά το πρώτο κύμα. Το IFR σε κατοίκους γηροκομείων έχει εκτιμηθεί στο 25% (Arons MM, Hatfield KM, Reddy SC, Kimball A, James A, Jacobs JR, et al. Presymptomatic SARS-CoV-2 Infections and Transmission in a Skilled Nursing Facility. N Engl J Med. 2020).
Ο μη διαχωρισμός των κατοίκων των γηροκομείων από την κοινότητα μπορεί να παρέχει έναν μέσο όρο θνησιμότητας πολύ χαμηλό για την πρώτη περίπτωση και πολύ υψηλό για τη δεύτερη. Εξάλλου τα κρούσματα σε πληθυσμούς γηροκομείων εμφανίζουν σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών που επιδρούν εν δυνάμει στη συνολική θνησιμότητα. Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρεται, η εξάπλωση στους οίκους ευγηρίας ήταν δυσανάλογα υψηλή στο πρώτο κύμα, με τις μελέτες στην Ισπανία, στη Β. Ιταλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Βραζιλία να ανεβάζουν τα ποσοστά ως προς τον επιπολασμό στο 55%, στο 41%, στο 33% και το 11,5% αντίστοιχα.
Σε κάθε περίπτωση «οι διαφοροποιήσεις είναι αναμενόμενες, καθώς το IFR συναρτάται από την κατάσταση και τον πληθυσμό», διότι πολλά χαρακτηριστικά στις μεγάλες ηλικιακές ομάδες ποικίλλουν μεταξύ των διαφορετικών χωρών, όπως και η γήρανση του πληθυσμού. Ενδεικτικά στην Ινδία το ποσοστό των θανάτων στον ηλικιωμένο πληθυσμό είναι υψηλό, όμως το ποσοστό των ατόμων στην Ινδία που είναι άνω των 85 ετών περιορίζεται στο 9,5%, όταν σε χώρες όπως η Ισπανία ανέρχεται στο 23,7% και στην Ιταλία στο 21,1%. Επιπλέον, με εξαίρεση την Ινδία, όλες οι χώρες που αναλύονται στις έρευνες έχουν πληθυσμιακή επικράτηση παχυσαρκίας ενάμισι με τρεις φορές υψηλότερη από τον παγκόσμιο επιπολασμό. Φυσικά άλλοι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου όπως το ιστορικό καπνίσματος, ο διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και η ανοσοκαταστολή απαντώνται συχνότερα στις χώρες υψηλού εισοδήματος.
Ωστόσο, τα ποσοστά θανάτων σε οίκους ευγηρίας μειώθηκαν σημαντικά με την πάροδο του χρόνου στις χώρες υψηλού εισοδήματος, ενώ οι βελτιωμένες θεραπείες, η λιγότερη χρήση επιβλαβών θεραπειών και τα εμβόλια θα μειώσουν έτι περαιτέρω τη θνησιμότητα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις νέες μεταλλάξεις που ενδεχομένως να σχετίζονται με μικρότερο IFR. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου με την ευρύτατη εξάπλωση της παραλλαγής Δέλτα ακόμη και τότε το CFR παρέμεινε στο 0,3%. Οι διαπιστώσεις της έρευνας αυτής, καταλήγουν οι συγγραφείς, μπορούν να χρησιμεύσουν σε αποφάσεις πολιτικής για τη δημόσια υγεία. «Με καλύτερη διαχείριση και καλύτερα προληπτικά μέτρα ελπίζουμε ότι το IFR ήδη έχει μειωθεί περαιτέρω».