Άναυδη παρακολουθεί η κοινή γνώμη τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση του βιασμού της 24χρονης στη Θεσσαλονίκη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Όσο κυλούν οι μέρες όμως και έρχονται στο φως νέα στοιχεία, η έκπληξη μετατρέπεται σε οργή, το σοκ γίνεται θυμός και αγανάκτηση.
Πολλά είναι τα ερωτήματα που έχουν ανακύψει μέχρι στιγμής και ακόμη περισσότερα είναι αυτά που οπωσδήποτε θα προκύψουν από εδώ και πέρα. Αυτό που ωστόσο δεν αμφισβητείται με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία είναι ο πλημμελής τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε από την πρώτη στιγμή η περίπτωση της νεαρής κοπέλας από τις αρμόδιες Αρχές. Με γενναιότητα και θάρρος η 24χρονη Γεωργία Μπίκα εμφανίστηκε και έδωσε μια συνέντευξη (στον Μ. Τριανταφυλλόπουλο) μετά την οποία θα έπρεπε, επιεικώς, να έχουν «ξεσηκωθεί και οι πέτρες», να έχουν πέσει κεφάλια, να έχουν υποβληθεί παραιτήσεις. Την ώρα που το πολιτικό σύστημα στρουθοκαμηλίζοντας πανηγυρίζει για το γεγονός ότι η χώρα βαδίζει -μετά η άνευ «επιτελικού κράτους»- προς τα εμπρός, αποκαλύπτεται ότι μια πολίτις του, που έχει την ατυχία να ζει σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, δεν είναι γόνος ή συγγενής «επωνύμων» και δεν ανήκει στους celebrities, βίωσε έναν δεύτερο γολγοθά όταν πήγε να καταγγείλει τον βιασμό της.
Η εξέτασή της από την αρμόδια ιατροδικαστή έγινε ύστερα από τρεις ολόκληρες ημέρες, στο διάστημα των οποίων δεν μπορούσε ούτε να πλυθεί – «κι εγώ ήθελα να βγάλω αυτή τη βρόμα από πάνω μου» είπε η ίδια περιγράφοντας το μαρτύριό της. Κι ακόμη χειρότερα, έπρεπε να περάσουν 13 ημέρες από το συμβάν για να την καλέσουν, επιτέλους, εισαγγελέας και ανακριτής να καταθέσει. Μάλιστα είναι λίαν πιθανό αυτό να μην είχε συμβεί ακόμη, εάν η υπόθεση δεν έπαιρνε -και πάλι με καθυστέρηση- δημοσιότητα και κυρίως εάν η ίδια δεν έσπαγε τον νόμο της σιωπής και δεν μιλούσε. Όχι, το θέμα δεν είναι απλά μια υπόθεση βιασμού που μπορεί να «αλατίζεται» με τις ιδιότητες των πρωταγωνιστών της. Ούτε περιορίζεται στις αστυνομικές και δικαστικές προεκτάσεις των ερευνών για κυκλώματα μαστροπείας, διακίνησης ναρκωτικών κ.λπ. Είναι ένα κατεξοχήν θεσμικό και κοινωνικό ζήτημα που αφορά τους πάντες.
Γι’ αυτό και προκαλεί πρόσθετη οργή το γεγονός ότι, παρά τις καταγγελίες και τις αποκαλύψεις της 24χρονης για όσα έγιναν (και… δεν έγιναν) από την Πρωτοχρονιά έως χθες, δεν έχει ιδρώσει το αυτί κανενός αρμοδίου. «Τρέχουν» μεν τώρα να πάρουν νέες καταθέσεις και να αναζητήσουν πρόσθετα στοιχεία, αλλά ευθύνες για τις έως τώρα παραλείψεις και ελλείψεις δεν έχει κανείς; Ευαισθησία να τις αναλάβει δεν διαθέτει ουδείς; Υποχρέωση να διατάξει έρευνα για να τις καταλογίσει δεν έχει κανένας (πολιτικός) προϊστάμενος; Κι αν είναι έτσι, ας μη διαμαρτύρονται για τη διάρρηξη των σχέσεων εμπιστοσύνης με την κοινωνία ή γιατί οι πολίτες τούς γυρίζουν όλο και πιο πολύ την πλάτη. Κι αν όλα αυτά -που δείχνουν το μέγεθος της σήψης και της παρακμής- πυροδοτούν θυμό και αγανάκτηση, μάλλον θυμηδία προκαλεί περισσότερο η αφασία των «πολιτικών σαλονιών». Αλήθεια, η λαλίστατη σε άλλες περιπτώσεις Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν βρήκε να πει ή να γράψει κάτι για την 24χρονη; Το ίδιο η σύζυγος του πρωθυπουργού, όπως και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς και όσοι άλλοι «επώνυμοι» εργαλειοποιούν το περίφημο #ΜeΤoo. Αλλά κατά το δοκούν…