Κοροϊδία ολκής, που προκαλεί το κοινό αίσθημα, συνιστά η δημοσιοποίηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών προσώπων, που μόνο κατ’ ευφημισμόν μπορούν να αποκληθούν «πόθεν έσχες», καθώς το… πόθεν αγνοείται εδώ και δεκαετίες. Πρόκειται για μια διαχρονική πολιτική επιλογή, που εξυπηρετεί άπαντες, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης, καθώς με αυτό τον τρόπο οι εκπρόσωποι του λαού καταφέρνουν να μη λογοδοτήσουν για το πώς ακριβώς απέκτησαν το χρήμα, τις μετοχές και την ακίνητη περιουσία τους. Να σημειωθεί πως σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα ποινικοποίησης του πλούτου των πολιτικών μας ταγών. Αντιθέτως, τίθεται επιτακτικά ζήτημα πλήρους διαφάνειας και δημοκρατικής λογοδοσίας.
Αν διαβάσει κανείς τα «πόθεν έσχες» του 2019 που δημοσιοποιήθηκαν νωρίς το πρωί της Πέμπτης, έστω και διαγωνίως, θα διαπιστώσει αυτομάτως ότι υπάρχει μια απλή, τυπική καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων των υπόχρεων, δίχως αναφορά στην προέλευση και στον τρόπο απόκτησής τους. Αυτονόητα αντιλαμβάνεται κανείς, ωστόσο, ότι το μείζον δεν είναι, λόγου χάρη, το πόσα χρήματα έχει ο εκάστοτε υπουργός στην τράπεζα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά το πόσα είχε όταν απέκτησε το αξίωμα και πόσα όταν το απώλεσε. Εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, οι βουλευτές, ωστόσο, δεν θεωρούν καν σκόπιμο να προσθέσουν στις παρατηρήσεις που συνοδεύουν τα «πόθεν έσχες» επιμέρους σχόλια ή επισημάνσεις για τους δεκάδες τραπεζικούς λογαριασμούς, τις μετοχές και τα ακίνητά τους. Επιπροσθέτως, εκτός από εντελώς προσχηματικά, τα «πόθεν έσχες» που δημοσιοποιήθηκαν είναι και εν δυνάμει «πέτσινα».
Οι 1.114 δηλώσεις δόθηκαν στη δημοσιότητα και φέτος ανέλεγκτες, δίχως δηλαδή να έχουν ελεγχθεί από τους ορκωτούς λογιστές. Αυτό σημαίνει ότι τα «πόθεν έσχες» είναι επί της ουσίας διάτρητα, καθώς ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει αν βρίθουν ή όχι παρανομιών ή, έστω, παραλείψεων. Η επικαιρότητα των τελευταίων εβδομάδων πάντως, με τα επίμαχα δημοσιεύματα για το πρωθυπουργικό «πόθεν έσχες», κατέδειξε την ανάγκη οι δηλώσεις να ελέγχονται εμβριθώς, ώστε να αποφεύγονται οι όποιες σκιές, που συνήθως οδηγούν και σε πολιτική αντιπαράθεση – όπως, άλλωστε, συνέβη και εν προκειμένω.
Ταυτοχρόνως οι δηλώσεις συμπληρώνονται λίγο πολύ κατά το δοκούν. Είναι ενδεικτικό ότι βουλευτές αλλά και οι υπουργοί, όπως και οι πολιτικοί αρχηγοί, στην προσπάθειά τους να εμφανιστούν… άποροι, δεν δηλώνουν πάντοτε το σύνολο της βουλευτικής τους αποζημίωσης, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της είναι αφορολόγητο.
Ορισμένοι πάντως, ανάμεσά τους και ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αποφάσισαν να δηλώσουν το 2019, εν αντιθέσει με τα προηγούμενα χρόνια, και τα μη φορολογητέα εισοδήματα, μετά τις πλείστες όσες αντιδράσεις που έχουν προκαλέσει κατά το παρελθόν οι δηλώσεις τους. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί πράγματι η μη συμπερίληψη και των αφορολόγητων εισοδημάτων να μη συνιστά τυπικώς παρανομία, ωστόσο είναι αδήριτη ανάγκη να υπάρξει ρύθμιση, ώστε οι πολιτικοί να υποχρεούνται να δηλώσουν όλες ανεξαιρέτως τις αποδοχές τους.