Επί δύο μήνες Μητσοτάκης και Σκρέκας έψαχναν δήθεν λύση να αποφευχθεί. Αναλυτικά οι νέοι τιμοκατάλογοι
Μαύρα μαντάτα για τους πολίτες, αφού εν μέσω του χειρότερου ίσως καύσωνα των τελευταίων ετών αναμένεται από αύριο να επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο από τους λογαριασμούς ρεύματος, με τις αυξήσεις να ανέρχονται από 3% για τα νοικοκυριά έως και 15% για τις επιχειρήσεις. Ειδικότερα, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ενέκρινε τις χρεώσεις χρήσης του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας που πρότεινε ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) και αφορούν το 2021.
Η κυβέρνηση για άλλη μία φορά έδειξε το αμείλικτο πρόσωπό της και την κοροϊδία της απέναντι στους ευάλωτους πολίτες και ενώ επί δύο μήνες εμφανιζόταν ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός και ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας θα βρουν λύση για να απαλύνουν τον νέο οικονομικό γολγοθά που περιμένει τους πολίτες της χώρας. Να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΚΠΟΙΖΩ το 63,6% των πολιτών στη χώρα δυσκολεύεται να πληρώσει τον λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι στις 2 Ιουλίου μέσα από διαρροές του Μεγάρου Μαξίμου εμφανιζόταν προσωπικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να έχει ζητήσει πλήρη ενημέρωση από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα αλλά και από τον διευθύνοντα της ΔΕΗ Γιώργο Στάσση (αυτός που διορίστηκε με μεικτές αποδοχές 200.000 ευρώ συν 100.000 ευρώ μπόνους, ανάλογα με την επίτευξη στόχων). Τον προβληματισμό του εξάλλου για την αύξηση των τιμών ρεύματος εξέφρασε ο πρωθυπουργός και από το βήμα της γενικής συνέλευσης του ΣΕΒ, δηλώνοντας ότι τον απασχολεί προσωπικά η προστασία των ευάλωτων καταναλωτών.
Όμως, από τότε επικράτησε σιωπή και η κυβέρνηση πέταξε το μπαλάκι στη ΡΑΕ, ώστε να βρει λύση μέσω διαπραγματεύσεων που δεν ευοδώθηκαν με τις εταιρίες. Ενώ στις αρχές Ιουνίου είχε γίνει γνωστό ότι η ΔΕΗ για να αντισταθμίσει τις αυξήσεις θα καθιερώσει έκπτωση 30% από τις 5 Αυγούστου σε μια από τις χρεώσεις που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς, κάτι τέτοιο ως σήμερα δεν έγινε ποτέ και παραπέμπεται για κάποια στιγμή στο μέλλον! Αν και η κυβέρνηση θα ήθελε να προλάβει το «ηλεκτροσόκ» για τους καταναλωτές με την παραλαβή των πρώτων εκκαθαριστικών λογαριασμών, οι οποίοι θα ενσωματώνουν τις υπέρογκες αυξήσεις της χονδρεμπορικής τιμής του Ιουνίου και του Ιουλίου, τελικά δεν το κατάφερε, με τη δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εργαλεία αποκλιμάκωσης των τιμών.
• Για τους οικιακούς καταναλωτές χαμηλής τάσης κατά 3,3%. Συγκεκριμένα η χρέωση ενέργειας ανεβαίνει στα 0,56 ευρώ ανά κιλοβατώρα από 0,542 ευρώ ανά κιλοβατώρα που ίσχυε για το 2019 και το 2020. Ταυτόχρονα αμετάβλητη παραμένει η χρέωση συμφωνημένης ισχύος παροχής ανά έτος και για την ακρίβεια στα 0,13 ευρώ ανά kVA.
• Για τους οικιακούς καταναλωτές χαμηλής τάσης, τους δικαιούχους του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου και τους πολύτεκνους κατά 3%. Συγκεκριμένα η χρέωση ενέργειας ανεβαίνει στα 0,62 ευρώ ανά κιλοβατώρα από 0,602 ευρώ ανά κιλοβατώρα.
• Για τους λοιπούς πελάτες χαμηλής τάσης, δηλαδή τις επιχειρήσεις και τον οδικό φωτισμό, κατά 6,5%. Πιο συγκεκριμένα η χρέωση ενέργειας ανεβαίνει στα 0,52 ευρώ ανά κιλοβατώρα έναντι 0,488 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Οριακή μείωση αποφασίστηκε για τη χρέωση συμφωνημένης ισχύος παροχής ανά έτος και για την ακρίβεια πέφτει στα 0,51 από 0,52 ευρώ ανά kVA.
• Για τους πελάτες μέσης τάσης (μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις), κατά 15,6%. Πιο συγκεκριμένα η χρέωση ισχύος καθορίστηκε στα 1.384 ευρώ/MW (Μεγαβάτ) μεγίστης μηνιαίως τιμής της μέσης ωριαίας ζήτησης τις ώρες αιχμής (11 π.μ. – 2 μ.μ.) ανά μήνα. Η προηγούμενη χρέωση ήταν στα 1.197 ευρώ.
• Για τους πελάτες υψηλής τάσης (ενεργοβόρος και βαριά βιομηχανία) η χρέωση μειώνεται κατά 2%. Η χρέωση ισχύος καθορίστηκε στα 23.560 ευρώ ανά MW ετησίως έναντι 24.062 ευρώ.
Σημειωτέον ότι οι χρεώσεις είναι ρυθμιζόμενες και οι καταναλωτές δεν έχουν την ευχέρεια αναζήτησης εναλλακτικών τιμολογίων. Τα συγκεκριμένα τιμολόγια καθορίζονται από τη ΡΑΕ λαμβάνοντας υπόψη τα έσοδα που χρειάζεται ο Διαχειριστής για τη λειτουργία των γραμμών και σταθμών υψηλής και υπερυψηλής τάσης αλλά και για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.
Όσο για τους διαμορφωτές της αγοράς, δηλαδή τις εταιρίες που παράγουν τις μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, εκεί επικρατεί δημοσίως σιωπή, ενώ όσοι μιλούν ιδιωτικώς είτε καθησυχάζουν, λέγοντας ότι οι αυξήσεις οφείλονται στον… προσωρινό καύσωνα, είτε στρέφονται στον κυνισμό, με το σκεπτικό ότι θα μπορούσαν να είναι και μεγαλύτερες, με δεδομένη την υψηλή ζήτηση και τις συνεχείς αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων.
Όμως, οι αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και ειδικά του εισαγόμενου φυσικού αερίου που υποκατέστησε τον λιγνίτη δεν προέκυψαν χθες.
Καταγράφονται μετά την υποχώρηση της πανδημίας, στο διάστημα της οποίας βρέθηκαν στα τάρταρα λόγω μειωμένης ζήτησης. Το κακό είναι ότι τότε οι καταναλωτές δεν επωφελήθηκαν, αλλά οι χαμηλές τιμές πρώτων υλών φούσκωσαν απλώς τα κέρδη των εταιριών.
Οι καταναλωτές είναι σχεδόν αδύνατο να διαβάσουν και να αντιληφθούν τις ρήτρες αναπροσαρμογής με βάση τη χονδρική τιμή, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας δεν έχει καταλήξει ως σήμερα σε έναν ενιαίο τρόπο αποτύπωσής τους, ενώ η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται διαρκώς από όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Ν.Δ., η οποία ανέχεται «παιχνίδια» εκατομμυρίων στη συγκεκριμένη αγορά, που επιβαρύνουν περαιτέρω τους καταναλωτές.