Του Δημήτρη Ριζούλη
Ήταν ένας ήρωας ανάμεσά μας. Ενας εθνικός ευεργέτης που δεν διεκδικούσε καμία δόξα και κανένα αξίωμα. Ενας ευπατρίδης με την πραγματική έννοια του όρου, που διέθεσε όλη την περιουσία του στη χώρα που τον γέννησε και στις Ένοπλες Δυνάμεις. Όσο κι αν επεδίωξε να μείνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Θεός του επεφύλαξε ένα τέλος που του άξιζε. Αρκούσε ένα πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της εφημερίδας «Εστία» για να μάθουν όλοι οι Έλληνες τον μέγα πατριώτη.
Με αφορμή αυτό το δημοσίευμα, λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, η ελληνική Πολιτεία τον τίμησε με κάθε επισημότητα για την προσφορά του.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Βουλή, το υπουργείο Εθνικής Αμυνας αλλά και ο απλός λαός απέδωσαν στον Ιάκωβο Τσούνη την τιμή που του έπρεπε. Σαν να περίμενε να ολοκληρωθεί αυτός ο κύκλος για να κλείσει τα μάτια του και να παραδώσει την αγνή ψυχή του. Προσφέροντάς μας όχι μόνο την περιουσία του, αλλά κυρίως το παράδειγμά του.
Ο Ιάκωβος Τσούνης άφησε την τελευταία του πνοή το Σάββατο στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν. Ηταν 97 ετών! Η «δημοκρατία» είχε παρουσιάσει εκτενή αφιερώματα για τη ζωή και το παράδειγμά του.
Γεννήθηκε στην Εγλυκάδα Πατρών το 1924. Ηταν το 13ο παιδί της οικογένειας του Κωνσταντίνου Τσούνη και της Μαρίας, με καταγωγή από τη Βλασιά Καλαβρύτων. Απόγονοι των αγωνιστών Πετμεζαίων, των Λονταίων και των Δημακοπουλαίων, που ξεχώρισαν για την προσφορά τους στο έθνος.
Ο Ιάκωβος Τσούνης ήταν μόλις 16 ετών όταν αποφάσισε (πλαστογραφώντας την ηλικία του στα σχετικά έντυπα) να φορέσει τη στρατιωτική στολή και να πολεμήσει στα βουνά της Αλβανίας. Η περίπτωση του έφηβου πολεμιστή έγινε μάλιστα αντικείμενο θαυμασμού από το BBC και έλαβε μεγάλη δημοσιότητα. Από εκείνη την τρυφερή ηλικία έβαζε πάνω απ’ όλα την πατρίδα. Μεγάλωσε με πατρικές νουθεσίες, «Να μην ξεχνάς τις ρίζες σου», «Τα λεφτά που έχεις δεν σου ανήκουν», τις οποίες μετέδωσε και στη δική του οικογένεια.
«Η τελευταία επιθυμία μου είναι να φύγω ξυπόλητος από τη ζωήν, όπως ξεκίνησα στην αρχή της σταδιοδρομίας μου, όταν πεινούσα» έλεγε πριν από λίγους μήνες συγκινητικά ο Τσούνης, που συνήθιζε να υπογράφει ως «ένας μικρός και ασήμαντος ανθρωπάκος, αλλά γνήσιος απόγονος των πολεμιστών του 1821».
Το εντυπωσιακότερο όλων είναι η παροιμιώδης σεμνότητα αυτού του μεγάλου ευεργέτη, ο οποίος ουδέποτε διεκδίκησε τον δημόσιο έπαινο, παρότι δώρισε στις Ένοπλες Δυνάμεις την περιουσία του, ύψους 23.000.000 ευρώ!
Η προσφορά του ήταν:
- Εξήντα αποβατικά σκάφη της Ζ ΜΑΚ.
- Πλήρης ανακαίνιση 29 κλινών της κλινικής 68 του 401 ΓΣΝΑ.
- Αγορά ανταλλακτικών για τα τεθωρακισμένα των ακριτικών μονάδων του Εβρου.
- Αγορά υπερσύγχρονων καμερών νυχτερινής όρασης.
- Μεγάλη δωρεά, που προορίζεται για το εξοπλιστικό πρόγραμμα.
- Συνεισφορά στην αποκατάσταση ιστορικής εκκλησίας στο Καστελόριζο.
- Πλήρης ανακαίνιση του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του ΓΣΝΑ.
- Ανακαίνιση κλινικών 417 ΝΙΜΤΣ κ.λπ.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη συνεισφορά του Τσούνη στην Ορθοδοξία και την Εκκλησία της Ελλάδος, αναλαμβάνοντας δαπάναις του τις ανεγέρσεις ναών σε θέρετρα αξιωματικών, σε τόπους όπου έπεσαν άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων (Οθρυς) μέχρι και στη μακρινή Ιαπωνία!
Τιμήθηκε γι’ αυτό από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το Πατριαρχείο Αντιοχείας, την Εκκλησία της Ελλάδος κ.ά. Σημαντική ήταν και η δημιουργία μουσείου στη γενέτειρά του, το Αίγιο, στο οποίο -υπό την εποπτεία της Μητροπόλεως Αιγιαλείας- φυλάσσονται κειμήλια των Λονταίων, των Πετμεζαίων και του Παπαφλέσσα.
Στα 215 περίπου εκθέματα περιλαμβάνονται 100 περίπου εικόνες, χειρόγραφα, ιερά σκεύη, ιερά καλύμματα, άμφια, χρυσοκέντητος Επιτάφιος, αντιμήνσια, παλιές σφραγίδες, μολυβδόβουλα, σιγίλλια και πόρπες, χειρόγραφες επιστολές, φουστανέλες και όπλα αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Επίσης σπάνια προσωπικά αντικείμενα μεγάλων ηγετών, όπως η ξύλινη φιάλη του Στρατηγού Μακρυγιάννη, τηλεφωνική συσκευή του Ελευθέριου Βενιζέλου, τα αργυρά σκεύη του Εθνάρχη Μακαρίου κ.ά.
Άγνωστη είναι, τέλος, η έκταση του κοινωνικού έργου του, αφού βρισκόταν μια ζωή δίπλα στον πάσχοντα άνθρωπο.