Ώπα! Για διαβάστε σύντροφοι:
«Ο τουρκικός ζυγός, βαρύς βραχνάς, πλακώνει την αδούλωτη ρωμιοσύνη. Η σπίθα της Επανάστασης άναψε. Ο λαός ξεσηκώνεται. Δεν την αντέχει πιά την μεγάλη ετούτη σκλαβιά. Κει κάτω στην Πελοπόννησο στην περήφανη Σπάρτη, πετιέται ορθή η κόρη του αρματωλού Ζαχαριά, η λεβέντισσα Κωνσταντία. Ξεθάβει τη γαλανόλευκη και την στείνει στο γονικό της.
- Από τον Χρήστο Μπολώση
Ο κόσμος μαζεύεται απ’ έξω και βλέπει τη σημαία της λευτεριάς να κυματίζει κι άκουε φλογισμένος τη Κωνσταντία, που κε πάνω απ’ το ψηλό της παραθύρι, τους μιλά για τα ελπιδοφόρα μηνύματα. Κι’ ο λόγος της συνεπαίρνει το πλήθος. Το ξεσηκώνει, το ηλεκτρίζει. Ολάκερη η κοιλάδα της Σπάρτης γιομίζει από άντρες και παιδιά.
Ξεσηκώνονται οι πόλεις και τα χωριά. Κι’ ο Τούρκος τρομαγμένος απ’ την μεγάλη τούτη οργή του αδικημένου χαντακώνεται στο φρούριο του Μυστρά. Κατεβαίνει το μισοφέγγαρο απ’ το κονάκι του Βοϊβόντα. Το σύμβολο της σκλαβιάς και τυράγνιας, γίνεται στάχτη στις κόκκινες φλόγες του.
Πάνω κει στα τσουγγάρια της Ηπείρου, γίνονται θρύλοι τα γυναικεία ονόματα. Εδώ η Κιάφα με την Μόσχω Τζαβέλλα και τις 400 συντρόφισσες, αντίκρυ το Κούγκι με τη Χάϊδω παραπέρα το Ζάλογγο με τι εξήντα πούσυραν το χορό του θανάτου απέναντι η Ρηνιάσια με τον πύργο του Δημουλά και τη Δέσπω και μακρύτερα το Σέλτσιο με την Ελένη Μπότσαρη… Με τέτοιον γίγαντα λαό σαρώνεται ο τούρκος και η Ελλάδα αποχτά την λευτεριά της…».
Το κείμενο που μόλις διαβάσατε δεν είναι από ομιλία του Νίκου Μιχαλολιάκου ή του Ηλία Κασιδιάρη ή κάποιου φασίστα ιμπεριαλιστή. Είναι από το τεύχος υπ’ αριθμ. 10 της 5 Απριλίου 1949 της εφημερίδας «Μαχήτρια» με τίτλο: «25 Μάρτη 1821». Σας το είπα ότι θα σας κερνάω «μεζεδάκια» από την εφημερίδα αυτή και επειδή δεν είμαι πολιτικός να ψεύδομαι ασυστόλως, τσιμπολογήσατε ήδη το πρώτο.
Διαβάζοντας το κείμενο, βλέπουμε ότι ακόμα οι σύντροφοι δεν είχαν ανακαλύψει ότι ο αγώνας του 1821 δεν ήταν συνδικαλιστικός αλλά απελευθερωτικός και εθνικός. Δεν ξέρω ποιος τους πιπίλησε τα μυαλά και άρχισαν να βλέπουν τον Κολοκοτρώνη σαν πρόεδρο της ΓΣΕΕ, τον Καραϊσκάκη σαν πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο σαν αντιπρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, τον Μιαούλη σαν πρόεδρο της ΠΝΟ, την Μαντώ Μαυρογένους ως διευθύνουσα σύμβουλο της ΕΓΕ (την θυμόσατε την ΕΓΕ;) και τον Ρήγα Φεραίο ότι νταραβεριζόταν με το ΣΕΗ.
Ώστε λοιπόν αλήθεια σύντροφοι η κόρη του Ζαχαριά ξέθαψε την γαλανόλευκη; Διότι εγώ ακούω ότι μάλλον την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο ξέθαψε. Κι τι κάνανε οι επαναστατημένοι; Κάψανε την τουρκική σημαία; Μα καλά, μέχρι εκεί είχε εισχώρησει η Χρυσή Αυγή; Ρε θα μας βάλουν σε μπελάδες τα φασισταριά. Καλά κάνατε ρε και τους «αναθεωρήσατε».
Τώρα να σας πω. Τέτοιος κομμουνιστής, σαν αυτές που έγραφαν την «Μαχήτρια», γίνομαι κι’ εγώ και να μου πούνε πού γράφονται και πόσο είναι η συνδρομή.
Ακολουθούν ηρωικές στιγμές από την σύγχρονη ιστορία του ΚΚΕ
Τρεις Επονίτες εναντίον 200 Γερμανών
[…] Η ώρα δεν ήτανε 8. Έριχναν οι διακόσιοι πολιορκητές βροχή το καυτό σίδερο πάνω στο σπίτι με τους όλμους και τα πολυβόλα τους, και από μέσα τους απαντούσαν οι τρεις υπερασπιστές του με τις χειροβομβίδες και τα λίγα όπλα που κρατούσαν στα χέρια τους. Κάθε προσπάθεια, που έκαναν οι επιδρομείς για να πλησιάσουν, πνιγότανε στο αίμα. Άγρια και τρομερή συνεχιζόταν η μάχη ως την ώρα που ο ένας ήρωας, ο Φολτόπουλος, χτυπήθηκε και έγειρε νεκρός στο πάτωμα. Χτυπούσαν οι δυο λεβέντες με ακόμα μεγαλύτερο μίσος. Το ζεστό αίμα του συντρόφου τους πούτρεχε δίπλα τους, τους άναψε ακόμα περισσότερο τη φλόγα της αντίστασης. Οι όλμοι τρύπησαν τους τοίχους του σπιτιού, το πάτωμα πήρε φωτιά, μα οι επονίτες ακόμα πολεμούσαν. Και όταν είδανε πως τα πυρομαχικά τους πλησίαζαν στο τέλος, έπιασε ο ένας τη γωνιά για να καταστρέψει τον οπλισμό κι ο άλλος συνέχιζε τη μάχη.
Σε λίγο έπεσε κι ο Κιοκμενίδης.
Και έμεινε μόνος μέσα στις φλόγες, που τον ζώναν από παντού ο Αυγέρης, για να πολεμήσει με διακόσια θεριά. Δεν κιότεψε. Συνέχισε να ρίχνει. Τραυματίστηκε, μα πάλι η μάχη δε σταμάτησε.
Πέρασε και το μεσημέρι και το σπίτι-κάστρο εξακολουθούσε ν’ αντιστέκεται. Κατά τις τρεις και μισή το απόγευμα, ύστερα από 9 ώρες μάχη, οι γυναίκες της γειτονιάς, που παρακολουθούσαν μέσα από τις γρίλιες τη γιγαντομαχία, είδαν να βγαίνει τρικλίζοντας ο Δημήτρης. Και άκουσαν μέσα στο χαλασμό τη βροντερή φωνή του που φώναζε στους φασίστες: «ΣΑΣ ΝΙΚΗΣΑΜΕ, ΤΕΡΑΤΑ»… Κάτι ακόμα θέλησε να φωνάξει, μα δεν πρόλαβε.
Μια ριπή τον έριξε κάτω.
Το σπίτι σίγησε…
Έτρεξαν τότε οι Γερμανοί για να μετρήσουν τους σκοτωμένους και να πιάσουν τους αιχμαλώτους, που τους υπολόγιζαν σε κάμποσες δεκάδες. Μα σα βρέθηκαν μπροστά στα τρία νεκρά παιδιά, έσκυψαν το κεφάλι αμίλητοι. Φόρτωσαν γρήγορα στ’ αυτοκίνητα τα πτώματα των παιδιών και τα δικά τους κουφάρια κι έφυγαν.
Έφυγαν νικημένοι και για πάντα ντροπιασμένοι.
(Ε’ τάξη, 1958, σ. 214)
Παρατηρήσεις
α. Τρεις ΕΠΟΝιτες κράτησαν 200 Γερμανούς! Ας το πιστεύσωμεν που έλεγε και ο Χάρι Κλιν.
β. Επί 9 ώρες πολεμούσαν με τα «λίγα όπλα». Θαύμα, θαύμα!…
γ. «Κάθε προσπάθεια, που έκαναν οι επιδρομείς για να πλησιάσουν, πνιγότανε στο αίμα», όμως ο Αυγέρης που ήταν ο τελευταίος μαχόμενος, εξακολουθούσε να πολεμάει «με διακόσια θεριά». Δεν βγαίνει σύντροφοι.
δ. Στο τέλος ο Δημήτρης (προφανώς ο Αυγέρης αν και δεν διευκρινίζεται…) «μέσα στο χαλασμό, φώναξε στους φασίστες…». Σύντροφοι μάλλον τα έχετε μπερδέψει. Ξεκαθαριστώ, με Γερμανούς πολεμάγατε ή με Ιταλούς; Διότι οι Γερμανοί ήταν ναζιστές και οι Ιταλοί φασίστες. Θα μου πείτε το ίδιο είναι. Σωστά…
Προσεχώς άλλα ευτράπελα