Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών απέρριψε την ένσταση ακυρότητας καταλογίζοντάς του εμμονική τάση και μεθοδευμένη προσέγγιση ανηλίκων για τουλάχιστον τριάντα χρόνια
Mε ένα βούλευμα «φωτιά», το οποίο δίνει γροθιά στο στομάχι και προκαλεί το κοινό αίσθημα, η Δικαιοσύνη στοιχειοθετεί βήμα βήμα τους λόγους για τους οποίους ο Δημήτρης Λιγνάδης κατέστη κατηγορούμενος για βιασμό κατά συρροή και στη συνέχεια συνελήφθη. Με το συγκεκριμένο βούλευμα, οι δικαστές, μέλη του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας, απέρριψαν την αίτηση που είχε καταθέσει ο σκηνοθέτης για ακύρωση της δίωξης που ασκήθηκε σε βάρος του για βιασμό κατά συρροή, αλλά και για ακύρωση του εντάλματος που εκδόθηκε για τη σύλληψή του.
«Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι ένας “εφηβόφιλος”, ο οποίος δρούσε “για διάστημα τουλάχιστον 30 ετών”, είχε σταθερή ροπή προς το έγκλημα κατά ανηλίκων, τα οποία εκμεταλλευόταν με υποσχέσεις για καθοδήγηση και καριέρα, και στόχο να εκπληρώνει τις ανάρμοστες προθέσεις του».
Αυτή είναι η κρίση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και του εισαγγελέα που εισήγαγε την αίτηση ακύρωσης της προδικασίας του κατηγορουμένου προς συζήτηση. Το βούλευμα 652/2021 είναι καταπέλτης για τον ηθοποιό και σκηνοθέτη. Εκδόθηκε λίγες ώρες πριν από την απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέα για την προφυλάκισή του. Το αίτημά του να ακυρωθούν η προδικασία και το ένταλμα σύλληψης σε βάρος του απορρίφθηκε.
Οι δικαστές εντοπίζουν τη δράση του Δημήτρη Λιγνάδη σε βάθος χρόνου στο παρελθόν, επισημαίνοντας ότι είχε σημανθεί για ανάλογο αδίκημα σε βάρος ανηλίκου. Στο βούλευμά τους κωδικοποιούν τη δράση του κατηγορουμένου αναφέροντας: «Προέκυψε ότι ο αιτών, επί σειρά ετών, τουλάχιστον από το έτος 1984, οπότε χρονολογείται σήμανσή του για αδίκημα σχετιζόμενο με τη γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου και έως το έτος 2015, δηλαδή για διάστημα τουλάχιστον τριάντα ετών, προσέγγιζε ανηλίκους και εν γένει άτομα νεαρής ηλικίας, πέραν των κατονομαζομένων στη δικογραφία, και πλήθος άλλων, τους οποίους εντόπιζε είτε με αφορμή τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες στον χώρο των θεάτρων όπου λειτουργούσε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης είτε ως διδάσκων θεατρική αγωγή σε σχολεία και εργαστήρια είτε από φιλικούς κύκλους, ακόμη δε και τυχαία σε διάφορες περιοχές των Αθηνών, όπου σύχναζαν ανήλικοι και νέοι, και, υποσχόμενος να τους καθοδηγήσει και να τους βοηθήσει να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο, τελούσε σε βάρος τους αδικήματα σχετιζόμενα με τη γενετήσια ελευθερία τους, είτε με την άσκηση βίας, ακόμη και με την περιαγωγή τους σε κατάσταση αναισθησίας και ανικανότητας για αντίσταση με τη χρήση ουσιών, είτε και χωρίς βία, εκμεταλλευόμενος όμως ακριβώς την ανηλικότητα και το νεαρό της ηλικίας των θυμάτων, καθώς και τις θέσεις που κατά καιρούς κατείχε, αλλά και εν γένει το “status quo” του».
Σκληρές διατυπώσεις χρησιμοποιεί και ο εισαγγελέας, ο οποίος πρότεινε στο Δικαστικό Συμβούλιο να απορριφθεί η αίτηση ακυρότητας του κατηγορουμένου. Σε κάποιο σημείο της πρότασής του αναφέρει χαρακτηριστικά ότι από τη δικογραφία «προέκυπτε σαφώς ότι ο αιτών, έχων εμφανή παραφιλική εφηβοφιλική σεξουαλική τάση και προτίμηση, την οποία εξεδήλωνε χωρίς καμία αναστολή, ακόμα και σε δημόσιους χώρους για ένα πολύ μακρό χρονικό διάστημα…».
Το Δικαστικό Συμβούλιο υιοθετεί πλήρως την εισαγγελική πρόταση, επισημαίνοντας ότι ο κατηγορούμενος προτιμούσε τους ανηλίκους και τους νεαρούς επειδή μπορούσε πολύ εύκολα να τους χειριστεί με στόχο να τους κακοποιήσει σεξουαλικά: «Ο κατηγορούμενος επεδείκνυε την παραβατική και αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά του επί σειρά πολλών ετών, ως στοιχείο πλέον της προσωπικότητάς του, έχοντας μεθοδεύσει τη δράση του, επιλέγοντας ανηλίκους και άτομα νεαρής ηλικίας, που λόγω ακριβώς της μη διαμορφωμένης προσωπικότητάς τους και της ανάγκης τους για επαγγελματική εξέλιξη ήταν ευάλωτα και εύκολα διαχειρίσιμα… Εκμεταλλευόμενος δε την αδυναμία τους αυτή και αξιοποιώντας την αναγνωρισιμότητά του, τη ρητορική του δεινότητα και την ικανότητα πειθούς, που αναμφισβήτητα φύσει και θέσει κατείχε, υπό το πρόσχημα της καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησής τους, προσέγγιζε τα άτομα αυτά, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και ακολούθως τα χειραγωγούσε, ώσπου εν τέλει να επιτύχει την εκπλήρωση των ανάρμοστων προθέσεών του».
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών διαπιστώνει «μεθοδευμένη δράση», «επανειλημμένη τέλεση» των αδικημάτων και «σταθερή ροπή» του Δημήτρη Λιγνάδη, χαρακτηρίζοντας όλα αυτά τα στοιχεία μέρος «της προσωπικότητάς του», και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν θα άλλαζε αν ο εισαγγελέας είχε καλέσει τον κατηγορούμενο για εξηγήσεις, όπως ζητά, πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης. Αντιθέτως, οι δικαστές υιοθέτησαν πλήρως την ανησυχία ότι ο Δημήτρης Λιγνάδης θα μπορούσε να διαπράξει τα ίδια εγκλήματα ακόμα και κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης εναντίον του. Ο εισαγγελέας στην πρότασή του προς το συμβούλιο επισημαίνει ότι «η εμμονική αυτή παραφιλική του τάση… καθώς και η σταθερή, εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φύλων, η οποία (ροπή) έφτασε στην εγκληματική, και μάλιστα κακουργηματική της μορφή… σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτός συνεχίζει να μένει στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου, όπου ανέκαθεν αλίευε ανήλικους…» δικαιολογούσαν την άμεση σύλληψη του Δημήτρη Λιγνάδη και την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του «με σκοπό την αποτροπή τέλεσης νέων παρόμοιων αδικημάτων σε βάρος ανηλίκων».
Παράλληλα, μέσω του βουλεύματος, οι δικαστές εντοπίζουν κενά στα άλλοθι τα οποία έχει προβάλει ο Δημήτρης Λιγνάδης, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν στους τόπους των βιασμών για τους οποίους έχει καταγγελθεί.
Οι δικαστές αναφέρουν στο βούλευμά τους και το σκεπτικό τους, με το οποίο απέρριψαν τα άλλοθι που προσκόμισε ο Δ. Λιγνάδης για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι ο ίδιος δεν βρισκόταν στα σημεία όπου τελέστηκαν οι βιασμοί που του αποδίδουν οι μηνυτές του κατά τις ημερομηνίες που εκείνοι αναφέρουν. Οι δικαστές κάνουν λόγο για χρονικά κενά στα έγγραφα αυτά, τα οποία ο σκηνοθέτης προσκόμισε και στην ανακρίτρια κατά τη διάρκεια της απολογίας του.
Χαρακτηριστικά, οι δικαστές αναφέρουν στο βούλευμά τους ως προς τα άλλοθι του Λιγνάδη: «Συγκεκριμένα, κατά την ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου διαδικασία προσκομίστηκαν έγγραφα, μετά τα οποία ο αιτών θεωρεί ότι καταρρίπτεται η φυσική παρουσία του στους τόπους και κατά τους χρόνους των δύο πράξεων των βιασμών (…), του πρώτου τον Αύγουστο του 2010 στην Αθήνα και του δεύτερου στην Επίδαυρο την 9η Αυγούστου 2014… Σχετικώς εγχείρισε κατά την αυτοπρόσωπη παράστασή του ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου κατ’ αρχάς αντίγραφα εισιτηρίων και φορολογικών παραστατικών, με τα οποία φαίνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 03/08/2010 έως 09/08/2010 βρισκόταν σε ταξίδι στην Αίγυπτο και, κατά δεύτερον, φωτογραφίες από τις οποίες προκύπτει ότι κατά τις ημερομηνίες 1η, 5η, 6η, 11η, 15η και 16η/08/2015 βρισκόταν διακοπές στην Ιθάκη με φιλικά του πρόσωπα. Πλην, όμως, από τα πρώτα εκ των εγγράφων αυτών καλύπτεται μόνο ένα μικρό χρονικό διάστημα των ημερών του Αυγούστου του 2010, ενώ η πράξη για την οποία ασκήθηκε η δίωξη δεν έχει προσδιοριστεί κατά ακριβή ημερομηνία, ενώ από τα δεύτερα υπάρχει κενό ακριβώς κατά την επίμαχη ημερομηνία της 9ης Αυγούστου 2015».
Παράλληλα, ο εισαγγελέας ισχυροποιεί τις μαρτυρικές καταθέσεις εναντίον του, εκτιμώντας ότι οι μάρτυρες «ουδεμία σχέση είχαν μεταξύ τους στο παρελθόν, ούτε φυσικά είχαν τον χρόνο να συνεννοηθούν και να προετοιμαστούν κατάλληλα, ώστε να δώσουν καταθέσεις που προσομοίαζαν τόσο».