«Μήδεια», Λιγνάδης και πανδημία τούς σπρώχνουν στο κενό. Θάφτηκε στο χιόνι το επιτελικό κράτος του Κυριάκου. Μπλακάουτ όλου του μηχανισμού. «Τσουνάμι» οι αποκαλύψεις για παιδεραστία, απειλούν το Μαξίμου – Στον «αέρα» η Μενδώνη
Σε περίοδο «αυτοανάφλεξης», όπως χαρακτηριστικά σχολίαζε έμπειρο στέλεχος της Ν.Δ., έχει μπει η κυβέρνηση, ύστερα από τις απανωτές αποτυχίες της και τους λανθασμένους χειρισμούς σε κρίσιμους τομείς κατά το τελευταίο διάστημα. Μπορεί, μάλιστα, να ήταν έως τώρα έκδηλος ο φόβος για τη διαχείριση της πανδημίας, αλλά οι σκόπελοι που έχουν προκύψει διαπιστώνονται πολύ πιο επικίνδυνοι.
Μέσα σε ελάχιστες μόνο μέρες θέματα όπως η αντιμετώπιση της πανδημίας ή η υπόθεση των καταγγελιών για τον μέχρι πρότινος διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημ. Λιγνάδη αποδείχθηκαν αρκετά για να τινάξουν στον αέρα την όποια «καλή εικόνα» συντηρούσε η κυβέρνηση με τη βοήθεια είτε των περισσότερων μέσων ενημέρωσης είτε των δημοσκοπήσεων.
Το κλίμα στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης είναι ήδη πολύ βαρύ και τα στελέχη της -με εξαίρεση, βεβαίως, τους κατ’ επάγγελμα υμνητές της εκάστοτε ηγεσίας- παρακολουθούν με προβληματισμό και αγωνία τις εξελίξεις. Η πραγματικότητα, πάντως, είναι ότι παρατηρείται και μια αφωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία συνεδρίαση, μέσω τηλεδιάσκεψης, της Κοινοβουλευτικής Ομάδας δεν ακούστηκε κατ’ ουσίαν το παραμικρό, έστω και αν στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις και στα «πηγαδάκια» οι βουλευτές συμπεριφέρονται διαφορετικά. Αυτό σε μεγάλο βαθμό εξηγείται και από το εσωτερικό καθεστώς που σταδιακά έχει διαμορφωθεί στη Ν.Δ. και έχει μετατρέψει περίπου σε «σεσημασμένους» όσους διατυπώνουν όχι μόνο αντίθετη, αλλά και επιμέρους διαφορετική άποψη. Η αντίληψη που εκπορεύεται από το Μέγαρο Μαξίμου ότι όλα βαίνουν καλώς και ότι η Ν.Δ. δεν έχει αντίπαλο δεν αφήνει και πολλά -στην πραγματικότητα κανένα- περιθώρια για κριτική και, πολύ περισσότερο, για επικρίσεις.
Τα αρνητικά σημάδια όμως είναι πολλά και δείχνουν ότι -ανεξάρτητα από τις επιδόσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης- η κυβέρνηση έχει μπει σε καθοδική πορεία. Ακόμη και οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας παρουσιάζουν μια κάμψη στα ποσοστά της Ν.Δ., η οποία, μάλιστα, στις εσωτερικές μετρήσεις είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμη μεγαλύτερη. Φαίνεται συγκεκριμένα ότι, ενώ έως πρόσφατα εκινείτο περί το 38%-40% (δηλαδή, σχεδόν όπως και στις εκλογές του 2019), τώρα έχει πέσει στα επίπεδα του 34%. Μπορεί δε να διατηρεί ακόμη μια απόσταση ασφαλείας από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το βασικό είναι, όπως σημειώνεται, ότι έχει αρχίσει μια τροχιά διαρκούς φθοράς, από την οποία φαίνεται πολύ δύσκολο να καταφέρει να ξεφύγει. Ακόμη και ως πρώτο, συγκριτικά, κόμμα, ο κίνδυνος για τη Ν.Δ. είναι, εάν αυτή η τάση συνεχιστεί, να χάσει σε λίγο καιρό την πρωτοβουλία των κινήσεων, δεδομένου ότι οι επόμενες εκλογές -όποτε κι αν στηθούν οι κάλπες- θα γίνουν με την απλή αναλογική και ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα για την επόμενη μέρα.
Μετά τις ανεπάρκειες μηνών στο θέμα της πανδημίας, οι τελευταίες εξελίξεις έπληξαν καίρια την κυβέρνηση σε δύο στρατηγικής σημασίας άξονες για την ίδια. Αφενός, στη λειτουργία του περίφημου επιτελικού κράτους και, αφετέρου, στην επίδειξη ήθους στην άσκηση της εξουσίας. Την ίδια ώρα, δέχεται ρωγμές και το προφίλ του ίδιου του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος ύστερα από τις πρόσφατες αστοχίες -όπως στην Πάρνηθα και την Ικαρία- έδωσε δείγματα «ανεμελιάς» και εν μέσω κακοκαιρίας. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι έδρασε ως Πόντιος Πιλάτος για το… πινγκ πονγκ των ευθυνών απέναντι στο σκηνικό διάλυσης που επικράτησε με την κακοκαιρία. Ενώ οι βουλευτές και τα στελέχη της Ν.Δ. εξακολουθούν να γίνονται δέκτες της κοινωνικής οργής είτε για το κλείσιμο της εθνικής οδού την περασμένη Δευτέρα είτε για τις πολυήμερες διακοπές ρεύματος, στο Μαξίμου φαίνεται να ασχολούνται περισσότερο με τα εσωτερικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Επίσης, αν και η Ν.Δ. κέρδισε την εξουσία υποσχόμενη ότι με την επιτελική διακυβέρνηση θα αντιμετωπίσει χρόνιες παθογένειες του κράτους, χρειάστηκε λίγο… χιόνι για να αποδειχθεί η μεγάλη πομφόλυγα. Αυτή τη στιγμή η πραγματικότητα είναι ότι στο εσωτερικό της κυβέρνησης επικρατεί, λίγες μόλις εβδομάδες ύστερα και από τον ανασχηματισμό, πλήρης αποσυντονισμός. Όλες οι εξαγγελίες που έγιναν πριν καθώς και μετά τις εκλογές στην πράξη όχι μόνο δεν έχουν λειτουργήσει, αλλά τώρα βρίσκονται σε αναζήτηση ενός νέου μοντέλου για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Προς το παρόν, πάντως, το μόνο το οποίο κάνει ο κ. Μητσοτάκης είναι να μετακυλίει, ακόμη και δημοσίως, τις ευθύνες στους υπουργούς, ακολουθώντας την πάγια -αλλά αδιέξοδη- πρόταση των επικοινωνιολόγων, ότι οφείλει μόνο ο ίδιος να παραμένει «άφθαρτος».
Κι αν στο θέμα της κακοκαιρίας, για το οποίο ο κυβερνητικός και ο κρατικός μηχανισμός όφειλε να είναι εγκαίρως προετοιμασμένος, σημειώθηκε βατερλό, η καταστροφή των ημερών συμπληρώθηκε από τους χειρισμούς στην υπόθεση Λιγνάδη. Μια υπόθεση που επιχειρήθηκε αρχικά με διάφορους τρόπους να συγκαλυφθεί, αλλά στάθηκε αδύνατον. Και τώρα βρίσκεται εν μέσω πυρών ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης για ένα θέμα με τεράστια ηθική διάσταση και πάρα πολλές προεκτάσεις. Η κοινή γνώμη ήδη παρακολουθεί άφωνη τις εξελίξεις, βλέποντας ότι ουδείς αναλαμβάνει -με πρώτη την αρμόδια υπουργό Πολιτισμού Λ. Μενδώνη- τις ευθύνες του γι’ αυτό τον ηθικό βούρκο, την ώρα, μάλιστα, που η Ν.Δ. είχε επίσης στηριχθεί, για να επικρατήσει έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, στην αποδόμηση του δικού του «ηθικού πλεονεκτήματος» κατά την περίοδο 2015-2019.
Η κυβέρνηση, παραπατώντας πλέον από όλα αυτά, έχει να αντιμετωπίσει και όλα τα υπόλοιπα ανοιχτά μέτωπα, από τα οποία δεν προσδοκά τουλάχιστον άμεσα θετικά αποτελέσματα. Ακόμη και στο μέτωπο της πανδημίας, οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες. Μάλιστα, οι τελευταίες «ενθαρρυντικές» δηλώσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων γίνονται μόνο και μόνο για να αμβλυνθούν κάπως οι βαριές επικοινωνιακές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη από τους εγκληματικούς χειρισμούς στο ζήτημα της κακοκαιρίας. Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι στην κυβέρνηση οι ελπίδες για ουσιαστικό «άνοιγμα» της οικονομίας έχουν μετατεθεί πλέον στον Μάιο και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν προχωρήσει ικανοποιητικά το επόμενο (πολύ δύσκολο) δίμηνο οι εμβολιασμοί στις ηλικίες άνω των 60 ετών, ώστε να δημιουργηθεί ένα στοιχειώδες «τείχος ανοσίας» στον πληθυσμό…