Δύο είναι οι φράσεις που ακούω όλο και συχνότερα από φίλους και αναγνώστες μας το τελευταίο διάστημα.
- Από τον
Μανώλη Κοττάκη
Η πρώτη: «Να προσέχετε!» Τη σύσταση αυτή συνήθως μας την κάνουν από ενδιαφέρον φίλοι οι οποίοι απορούν με το θάρρος μας ή με την άγνοια κινδύνου που μας διακατέχει όταν αποκαλύπτουμε πομπές επωνύμων ή στιγματίζουμε πολιτικές επιλογές.
Την ακούω όμως καμιά φορά και υπαινικτικά, με χροιά ενόχλησης, για την ένταση της κριτικής που ασκούμε κατά καιρούς στις πάσης φύσεως εξουσίες: πολιτικές, οικονομικές, επιχειρηματικές, εξωτερικές, άπασες. Πέρσι, περίπου τέτοια εποχή, το «να προσέχετε» το ακούγαμε και ως δημόσια προειδοποίηση από τα εκσυγχρονιστικά μικρόφωνα ραδιοφωνικών σταθμών: «Εως τον Σεπτέμβριο του 2020 θα σας στραγγαλίσουν οικονομικά και θα σας κλείσουν!» (η απόπειρα έγινε από ιδιωτικά συμφέροντα στον χώρο του Τύπου, αλλά εμείς είμαστε ακόμα εδώ).
Η δεύτερη φράση που ακούω επίσης πολύ συχνά από φίλους για τον όμιλό μας είναι: «Είστε οι μόνοι που έχετε απομείνει πλέον να κάνετε δημοσιογραφία». Υπό την έννοια ότι δεν αποκρύπτουμε γεγονότα. Δεν είμεθα οι μόνοι, υπάρχουν και άλλοι στον Τύπο, πάντως, είμαστε σίγουρα από τους ολίγους που δεν αναπαράγουν γραμμές και σκονάκια από πάσης φύσεως εξουσίες. Οι φωνές αυτές των φίλων και αναγνωστών αντήχησαν με ένταση στα αυτιά μου αξημέρωτα χθες, όταν μια αγαπημένη φίλη, παραγωγός ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού, με ξύπνησε προκειμένου να με ενημερώσει για την επίθεση που δέχθηκε με γκαζάκια ο όμιλος Εστία Επενδυτική:
Δεν… προσέχουμε
«Να προσέχετε!» «Είστε οι μόνοι!» Ακουγα σαν ηχώ τις φωνές διαρκώς και εναλλάξ να τρυπούν τα αυτιά μου. Η αλήθεια είναι ότι… δεν προσέχουμε. Στα 10 χρόνια που εργάζομαι στον όμιλο του πιο θαρραλέου εκδότη της γενιάς του, του Γιάννη Φιλιππάκη, στα τέσσερα που βρίσκομαι στη διεύθυνση της «Εστίας» οι ρήξεις και οι συγκρούσεις που έχουμε κάνει είναι αμέτρητες. Μα ποτέ ιδιοτελείς. Στο γραφείο μου στην «Εστία» υπάρχει ενθύμιο από την καταδρομική επίθεση του Ρουβίκωνος πέρυσι τον Ιανουάριο. Η μαύρη μπογιά που έριξαν στις πόρτες και στα παράθυρα του γραφείου μου -αμφιβάλλω αν ήξεραν σε ποιον ανήκει- δεν καθάρισε, οπότε αναγκαστικά τη διατηρήσαμε ως… άποψη και ως ενθύμιο. Τα χθεσινά «ορφανά» γκαζάκια στην είσοδο των γραφείων του ομίλου μας, στην οδό Ερατοσθένους, στο Παγκράτι, την επαύριον των πρωτοσέλιδών μας για την τρομοκρατία δίδουν την εντύπωση ότι ο αποστολέας τους κινείται σε γνωστούς χώρους, αντιεξουσιαστικούς. Αλλά η Ελλάς είναι περίεργη χώρα, ομοιάζει στην πραγματικότητα με ρωσική ερυθρά μπάμπουσκα.
Ουδείς γνωρίζει ποιος μπορεί να κρύβεται πίσω από κάθε επίθεση, ακόμα και αν οι δράστες είναι γνωστής ταυτότητας. Δεν είναι όλα τόσο προφανή όσο φαίνονται. Ωστόσο για εμάς που ζούμε σε αυτή τη χώρα υπάρχει ένα θεμελιώδες ερώτημα το οποίο το απαντάμε κάθε μέρα ακόμα και με τίμημα τη διακοπή «διπλωματικών σχέσεων» με φίλους με τους οποίους μας συνδέουν ή μας συνέδεαν κάποτε κοινές αξίες: Για ποιον λόγο εκδίδονται οι εφημερίδες σήμερα; Για να είναι παραρτήματα κομμάτων ή για να εκπροσωπούν την κοινή γνώμη; Και ακόμα: Εάν φοβόμαστε να γράψουμε τη γνώμη μας στη χώρα όπου γεννήθηκε η δημοκρατία, επειδή κάποιοι μας συνέστησαν «να προσέχετε», από ανησυχία έστω, τότε τι νόημα έχει; Να παραδώσουμε και εμείς τα κλειδιά του προμαχώνα μας! Εννοείται ότι δεν θα το κάνουμε. Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι θέλει «νεφρά» για να εκφράσεις τη δικαιολογημένη οργή ενός λαού εναντίον ενός ξένου ηγέτη. Το κάναμε και εισπράξαμε ποινική δίωξη στην αλλοδαπή. Θέλει «νεφρά» για να συγκρουστεί ένας εκδότης με πρώην πρωθυπουργό, προσωπικό του φίλο, επειδή διαφώνησαν σε θέματα αρχών και διαφάνειας.
Το κάναμε και το τίμημα είναι το επαπειλούμενο Ειδικό Δικαστήριο. Θέλει «νεφρά» για να συγκρουστείς μετωπικά για τις αφορολόγητες καταθέσεις δισεκατομμυρίων της «λίστας Λαγκάρντ», την ώρα που οι τρόικες περιέκοπταν τους μισθούς και τις συντάξεις του ελληνικού λαού.
Αγωγές εκατομμυρίων
Το κάναμε –το έκαναν ο Γιάννης Φιλιππάκης και ο Αλέξανδρος Τάρκας– και κάποιοι τους κυνηγούν έως σήμερα με αγωγές εκατομμυρίων ευρώ έως τα πέρατα του πλανήτη, με στόχο την οικονομική εξόντωσή τους και το λουκέτο του ομίλου μας. Θέλει «νεφρά», όταν δεν είσαι εκτεθειμένος στον τραπεζικό δανεισμό, να ρωτάς πώς είναι δυνατόν να αθωώνει η ελληνική Δικαιοσύνη κάποιους που συνελήφθησαν να έχουν στην κατοχή τους 2,1 τόνους ναρκωτικών. Το κάναμε -η Μαρία Παναγιώτου– και υφιστάμεθα τις συνέπειες από καιρούς εις καιρόν. Με πλέον ελαφρές τις δημόσιες γραπτές υποδείξεις προς τις Αρχές να μας εξοντώσουν. Θέλει «νεφρά» για να αναδεικνύεις το γεγονός ότι το έγκλημα έχει στις ημέρες μας αποκτήσει υπεροχή έναντι των δικαστών. Το κάναμε. Θέλει «νεφρά» να λες την αλήθεια για τα εθνικά θέματα. Το κάναμε και το τίμημα είναι η εγγραφή στη «μαύρη λίστα» και ο αποκλεισμός μας από τα πάνελ των μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών με τη ρετσινιά των επικίνδυνων για τη διασάλευση της δημόσιας τάξεως (αν αποκαλύψω περιστατικά, κάποιοι θα ντρέπονται για την κατάντια τους).
Θέλει «νεφρά» για να πας κόντρα στο ρεύμα, ακόμα και αν αυτό ταυτίζεται με την αγαπημένη σου ομάδα, για να πεις ότι αποτελεί «εθνικό έγκλημα» να υποβιβάζεται η Ξάνθη για δήθεν πολυϊδιοκτησία. Το κάναμε -έκανα- και σήμερα δικαιωνόμαστε από τις αποφάσεις της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ, αλλά βλέπουμε με θλίψη τη μοναδική έως πέρυσι θρακιώτικη ακριτική ομάδα της Super League -σε μια περιοχή που αμφισβητείται ως ελληνική από το Al Jazeera τη υποδείξει τρίτων- να βολοδέρνει στη Β΄ Εθνική, φορώντας φανέλες με σεσημασμένες ρίγες. Αλλά αν δεν το κάνουμε εμείς, ο Τύπος εννοώ, όχι εμείς ειδικά, τότε ποιος θα το κάνει; Εάν δεν βάλουμε φωνή εμείς όταν αποκαθηλώνονται τα εθνικά σύμβολα σε γραφεία υψηλοτάτων, αν δεν φωνάξουμε εμείς για τις συστηματικές διώξεις ιερέων, αν δεν βάλουμε εμείς φωνή για την απόπειρα παράδοσης κυριαρχικών δικαιωμάτων, αν δεν χαλάσουμε τον κόσμο για τις διαρρήξεις σε οικίες εισαγγελέων, αν… αν… τότε τι δουλειά έχουμε εμείς στον Τύπο; Είναι υποχρέωσή μας να αποκαλύπτουμε την παρακμή. Με όποιο κόστος.
Γιατί αυτή η μεγάλη παρέα που «τρέχει» τον όμιλό μας συνδέεται με δεσμούς άρρηκτους και ακατάλυτους από τα μαθητικά χρόνια της στην Αθήνα, τα φοιτητικά της στη Θράκη και από τις κοινές πορείες σε εργασιακούς χώρους (με τον Δημήτρη Ριζούλη από την «Απογευματινή», όπου το 2002 είχαμε δεχθεί επίθεση με τα αυτά χαρακτηριστικά όπως η χθεσινή). Γιατί αυτή η παρέα πιστεύει σταθερά στις ίδιες αξίες και στα ίδια ιδανικά. Της ανεξαρτησίας, εθνικής και προσωπικής, της πίστεως στην πατρίδα και όχι της υποταγής στους πάτρωνές της, της προσήλωσης στην οικογένεια και τη θρησκεία, της ελευθεροτυπίας, της πεποίθησής μας ότι «πλούσιος» μπορεί να είσαι ακόμα και αν ζεις αξιοπρεπώς, χωρίς πολλά χρήματα. Αρκεί να τα έχεις με το μαξιλάρι σου καλά. Ο δρόμος αυτός είναι ανηφορικός. Και φαινομενικά μοναχικός. Εχει στροφές επικίνδυνες και λακκούβες πολλές. Το ξέρουμε. Οταν ασκήσαμε κριτική στον πρόεδρο Ερντογάν, δεν υπήρξε ίχνος δημόσιας δήλωσης συμπαράστασης.
Και… ρετσινιά
Το θέμα υποβαθμίστηκε από τα κυρίαρχα sites. Οταν επιχειρήθηκε η «προσαγωγή» του εκδότη μας στην Προανακριτική για τη Novartis, κατεβλήθη προσπάθεια να του αποδοθεί η ρετσινιά τού… αριστερού. Σε ποιον, στον πλέον αντικομμουνιστή πολίτη στη νεότερη Ελλάδα, ο οποίος πρόσφερε στους αναγνώστες του τα πλέον απαγορευμένα βιβλία για τον Εμφύλιο. Οταν μου έσπασαν το αυτοκίνητο τον περασμένο Σεπτέμβριο, ημέρες μετά τα «Ερντογανικά» (αλλά όχι απαραιτήτως συνδεόμενα με αυτά), και η ΕΛ.ΑΣ. πρότεινε να μου διατεθεί φύλαξη, κάποιοι που υπογράφουν ως «πράκτορες» εγκάλεσαν την ηγεσία της για την απόφασή της αυτή. Μη γνωρίζοντας ότι με επιστολή μου προς τη Διεύθυνση Φύλαξης Ειδικών Προσώπων ενημέρωσα ότι είναι αδιανόητο και ανήθικο να δεσμεύω και να απασχολώ άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. τη στιγμή που το Σώμα ολόκληρο βρίσκεται στους δρόμους για να δώσει τη μάχη κατά της πανδημίας. Εννοείται ότι δεν δημοσιοποίησα το συμβάν, δεν κάνουμε τους ήρωες. Σε όλη αυτή τη διαδρομή νιώσαμε πολλές φορές μόνοι. Ποτέ δεν νιώθεις τόσο δυνατός όμως όσο όταν είσαι μόνος!
Εμείς, παρά τη μοναξιά μας, δεν αλλάξαμε, δεν γίναμε άλλοι! Εως την ώρα που τυπώνονταν αυτές οι γραμμές δεν γνωρίζουμε ποιοι πραγματικά κρύβονται πίσω από την επίθεση με τα γκαζάκια στα γραφεία μας. Είπαμε! Η Ελλάς ομοιάζει με μπάμπουσκα. Αλλον βλέπεις μπροστά σου, άλλος καμιά φορά κρύβεται. Χωρίς να είναι ο απόλυτος κανών. Ο,τι και αν συμβαίνει, πάντως, εμείς ευχαριστούμε όποιον τα έβαλε! Γιατί πια δεν είμαστε μόνοι. Το κύμα συμπαράστασης που δεχθήκαμε χθες από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό μάς συγκινεί. Μας δίνει δύναμη για το παρακάτω. Δεν φοβόμαστε. Γιατί, όπως λέει και ένας ήρωας από την παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη», «όποιος φοβάται πεθαίνει κάθε μέρα!».