Τα μαλλιά του ήταν μακριά και πλεγμένα σε εκατοντάδες μικρά κοτσιδάκια, τα γένια του μακριά, τα ρούχα του βρόμικα. Είχε έρθει από την Αθήνα να δουλέψει στην υποδοχή των μεταναστών. Καθόταν πίσω από ένα τραπέζι και μπροστά του είχε μια ατελείωτη σειρά ανθρώπων. Δουλειά του ήταν να ταυτοποιήσει τα στοιχεία όλων αυτών. Γι’ αυτή τη δουλειά πληρωνόταν καλά. Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που είχαν εμφανιστεί ξαφνικά εκείνο το καλοκαίρι στη Λέσβο πλήρωναν με χρήμα που προερχόταν είτε από τον ΟΗΕ είτε από φιλάνθρωπους μεγαλοεπενδυτές- όπως ο Τζορτζ Σόρος– που ενδιαφέρονταν να προχωρήσει το πρότζεκτ της παγκοσμιοποίησης. Ο υπάλληλος της ΜΚΟ κοίταξε άλλη μια φορά τα χαρτιά που είχε μπροστά του, έβαλε δυο σφραγίδες και είπε:
«Σαμίρ Ρασίντ, έτοιμος. Ο επόμενος».
Ο Σαμίρ Ρασίντ έριξε μια ελάχιστα φιλική ματιά στον γενειοφόρο υπάλληλο και έκανε στροφή. Ηταν 25 χρονών, περίπου 1.75, με καστανοκίτρινο δέρμα, μάτια αμυγδαλωτά, λίγο πεταχτά ζυγωματικά, μύτη ίσια και τετράγωνο σαγόνι. Είχε ένα θελκτικό πρόσωπο με ελάχιστα γένια και ένα κορμί λεπτό και μυώδες. Με αυτή την εμφάνιση μπορούσε άνετα να περάσει για μικρότερος. Γι’ αυτό και δήλωνε δεκαεφτά. Έτσι τον είχαν συμβουλέψει οι άνθρωποι των ΜΚΟ από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο νησί.
Υπήρχαν ΜΚΟ παντού και για κάθε σκοπό. Τους βοηθούσαν με τα χαρτιά τους, τους μοίραζαν φυλλάδια στα αραβικά ή στα παστούν, τους μάθαιναν ό,τι ήταν απαραίτητο για τη χώρα και τους νόμους, τους καθοδηγούσαν για το πώς θα κινηθούν, πώς θα διεκδικήσουν δικαιώματα, τους παρείχαν στέγη και τροφή. Εκαναν τα πάντα. Οι ΜΚΟ ήταν η πρώτη επαφή του Σαμίρ Ρασίντ με την Ευρώπη για την οποία είχε τόσα ακούσει. Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει όλο αυτό το ενδιαφέρον. Για την ακρίβεια, δεν του άρεσαν αυτοί οι άνθρωποι. Παρόλο που αυτοί έκαναν τα πάντα για να τους εξυπηρετήσουν, ο Σαμίρ Ρασίντ τούς έβλεπε εχθρικά. Ούτε οι μουσάτοι άνδρες με τα μακριά μαλλιά που τους μίλαγαν τόσο φιλικά του άρεσαν ούτε οι γυναίκες. Είχε ακούσει για την ελευθεριότητα των ηθών στην Ευρώπη, αλλά τώρα το έβλεπε μπροστά του και αυτό ήταν ένα σοκ γι’ αυτόν.
Γυναίκες ντυμένες μόνο με τα απολύτως απαραίτητα. Συνήθως ένα πολύ κοντό σορτσάκι και μια μπλούζα. Γυναίκες όμορφες, με τα πρόσωπα ακάλυπτα, τα χείλη βαμμένα, χωρίς μαντίλια στο κεφάλι. Γυναίκες που φαίνονταν πρόθυμες, που τον κοίταζαν κιόλας με ενδιαφέρον. Για αυτόν που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στα ορεινά του Αφγανιστάν στα σύνορα με το Πακιστάν όλα αυτά ήταν παράξενα και ακατανόητα.
Στο χωριό του η αξία της γυναίκας ήταν μικρότερη από αυτή μιας καμήλας. Για τους σκληροτράχηλους αυτούς άνδρες ένα τουφέκι, συχνά απομεινάρι της αγγλικής αποικιοκρατίας, και ένα παγούρι νερό ήταν απείρως σημαντικότερα από μια γυναίκα. Οι γυναίκες θεωρούνταν απλώς αντικείμενα εκτόνωσης και παραγωγής παιδιών, που έπρεπε να είναι κυρίως αγόρια. Χέρια, δηλαδή, απαραίτητα για τη σκληρή ζωή των βουνών και τον πόλεμο.
Ο Σαμίρ Ρασίντ ήξερε από πόλεμο. Οι δικοί του πολεμούσαν δεκαετίες ολόκληρες. Πρώτα τους Ρώσους, ύστερα μεταξύ τους οι διάφορες φυλές και φατρίες των Παστούν και τελευταία τους Αμερικανούς. Ο Σαμίρ Ρασίντ είχε δει πολύ αίμα στη σύντομη ζωή του. Είχε δει αιχμαλώτους από άλλες φυλές Παστούν να καταδικάζονται για προδοσία και να υφίστανται την ανατριχιαστική τιμωρία: συνήθως βγάλσιμο των ματιών με τα μεγάλα αγκάθια των ντόπιων κακτοειδών. Ενίοτε και κάψιμο του αιχμαλώτου ζωντανού. Η τιμωρία της μοιχείας ήταν ο αποκεφαλισμός. Αν ο απατηθείς σύζυγος ήταν κάπως πιο σπόρτσμαν, μπορούσε να ζητήσει να παίξουν το παραδοσιακό παιχνίδι με τα άλογα -ένα είδος πόλο-, με το κορμί της μοιχαλίδας να αντικαθιστά την μπάλα, ώσπου στο τέλος απέμενε μόνο ένας σωρός από ανθρώπινα κουρέλια.
Η καθημερινότητα της ζωής σε εκείνα τα ορεινά χωριά στα σύνορα με το Πακιστάν ήταν στ’ αλήθεια σκληρή. Τον χειμώνα πολύ κρύο και ελάχιστη τροφή. Η θέρμανση ήταν ένα είδος πολυτέλειας. Απλώς τυλίγονταν σε μάλλινες κάπες και κουβέρτες και περίμεναν να περάσει ο μακρινός χειμώνας, όταν συχνά η θερμοκρασία έπεφτε πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Το καλοκαίρι, ζέστη. Πενήντα βαθμοί υπό σκιάν. Με τη διαφορά ότι δεν υπήρχε πουθενά σκιά. Οπως δεν υπήρχε και νερό. Το ελάχιστο νερό δεν έφτανε για να πιουν άνθρωποι και ζώα. Συχνά ήταν ανάγκη να κάνουν ατελείωτες πεζοπορίες πάνω στα οροπέδια για να πιουν νερό ή να ανταλλάξουν κάποια τρόφιμα με είδη πρώτης ανάγκης. Υπήρχε ένα τέτοιο είδος εμπορίου ανάμεσα στους Παστούν και το Πακιστάν.
Οι ατελείωτες οδοιπορίες σμίλεψαν το κορμί και την ψυχή του Σαμίρ Ρασίντ. Έγινε σκληρός και άφοβος. Αλλά το ψωμί ήταν λιγοστό και τα στόματα περίσσευαν. Δέκα παιδιά ήταν στην οικογένεια. Τα πιο μεγάλα αδέλφια β του ρίσκονταν ήδη στην Ευρώπη. Και αυτός κάποτε θα έφευγε. Έτσι γινόταν και το είχε αποδεχτεί. Κι έτσι έγινε. Μια μέρα έφυγε από το χωριό του μαζί με άλλους νέους άντρες για τη γη της Επαγγελίας: την Ευρώπη. Είχαν ακούσει τόσα πολλά γι’ αυτήν και τους φαινόταν εύκολο να την κατακτήσουν.
Οι δάσκαλοι του Ισλάμ που περνούσαν από τα χωριά των Παστούν τούς είχαν εξάψει τη φαντασία. Τους μιλούσαν για μια χώρα όπου έρρεε «μελι και γάλα» και που όφειλαν οι γιοι του Ισλάμ να την κατακτήσουν για λογαριασμό του Προφήτη. Τα λόγια των ιμάμηδων τους έκαναν να φαντάζονται γυναικεία πόδια ανοιγμένα και κόλπους έτοιμους να δεχτούν αυτούς τους νέους κατακτητές. Περπατούσαν μήνες ολόκληρους μέσα από αφιλόξενα εδάφη, ερήμους και βουνά. Ωστόσο, παρά τα χιλιόμετρα που έκανε για να φτάσει μέχρι την Τουρκία, η καρδιά του ήταν γεμάτη ελπίδα. Η διαδρομή κάπου μέσα από την εμπόλεμη ζώνη του Ιράκ και της Συρίας δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση.
Μέχρι να φτάσουν στην Τουρκία αρκετοί από τους συντρόφους του είχαν πεθάνει στον δρόμο. Κάποιοι έπεσαν σε ναρκοπέδια στο Ιράκ και άλλοι σκοτώθηκαν από αδέσποτες σφαίρες στα σύνορα με τη Συρία…
Αύριο η συνέχεια