Πολιτικά πρέπει να θεωρείται περίπου βέβαιο πως ο Ντόναλντ Τραμπ «κάηκε»
Ως «Ημέρα ντροπής» για τις ΗΠΑ θα μείνει στην Ιστορία η 6η Ιανουαρίου 2021. Μια ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας πληγώθηκαν βαριά η δημοκρατία και οι θεσμοί μιας χώρας που ως πρόταγμά της διαχρονικά προβάλει τις αξίες της ελευθερίας. Η εισβολή εκατοντάδων ανθρώπων στο Καπιτώλιο και οι εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου μέσω των τηλεοπτικών δικτύων και των social media, με το πλιάτσικο και τις καταστροφές στο εσωτερικό του, έδιναν το στίγμα πραξικοπήματος, την ώρα που ο πολιτικός κόσμος μουδιασμένος -σε πρώτη φάση- προσπαθούσε να «χωνέψει» πως όσα αντίκριζε δεν ήταν παρά η πραγματικότητα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ήδη από την επομένη των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου έριχνε απλώς λάδι στη φωτιά που ήδη σιγόκαιγε στη χώρα, επιμένοντας να αμφισβητεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Γεγονός που οδήγησε τελικά μεγάλη μερίδα των οπαδών του που παρακολούθησαν την ομιλία του στην Ουάσινγκτον και ακολούθως συμμετείχαν στην πορεία διαμαρτυρίας που διοργανώθηκε σε πράξεις απαράδεκτες και απολύτως καταδικαστέες εντός του Καπιτωλίου. Σε πράξεις που έρχονται κόντρα στη βαθιά δημοκρατική παράδοση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ενός κόμματος στους κόλπους του οποίου ποτέ δεν χώρεσαν «ψεκασμένοι», νεοναζί (πολλοί εισβολείς φορούσαν μπλούζες με ρατσιστικά συνθήματα, μπλούζες που ανέγραφαν τη λέξη «Αουσβιτς»), συνωμοσιολόγοι, αλλά τώρα βρήκαν την ευκαιρία να ξεσπαθώσουν.
Την ίδια στιγμή πολλά ερωτήματα προκαλεί επίσης το γεγονός πώς ο όχλος κατάφερε σχεδόν ανενόχλητος να μπει στο κτίριο, σε έναν χώρο αυστηρά φυλασσόμενο υπό «κανονικές συνθήκες». Βέβαια, σε αυτό, ήδη πολλοί απαντούν, λέγοντας πως «οι Αρχές επιδίωκαν με την ήπια στάση τους να ηρεμήσουν τα πνεύματα», ώστε να μην ξεφύγουν τα πράγματα ακόμα περισσότερο. Άλλωστε, θα πρέπει να θεωρείται περίπου βέβαιο πια πως αν με τη στάση της αυτή η αστυνομία (και η Εθνοφρουρά αργότερα) κατάφερε να περιορίσει τον αριθμό των θυμάτων στα τέσσερα άτομα, μια πιο δυναμική αντίδραση θα προκαλούσε εκατόμβη νεκρών.
Υποχώρηση
Σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να θεωρείται περίπου βέβαιο πια πως ο Τραμπ «κάηκε», αν και ορισμένοι αναλυτές δεν συμφωνούν απολύτως με την άποψη αυτή. Ο ίδιος, πάντως, έπειτα από τα τελευταία γεγονότα, υποχώρησε, δεσμευόμενος για μια «συντεταγμένη μετάβαση» εξουσίας. «Αν και διαφωνώ πλήρως με το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, και τα γεγονότα με επιβεβαιώνουν, ωστόσο θα υπάρξει συντεταγμένη μετάβαση στις 20 Ιανουαρίου» έγραφε στο twitter, προσθέτοντας πως «πρόκειται για τη λήξη μίας από τις καλύτερες πρώτες προεδρικές θητείες και δεν είναι παρά η αρχή του αγώνα μας για να δώσουμε πίσω στην Αμερική το μεγαλείο της», αφήνοντας ίχνη των προθέσεών του για το μέλλον.
Στην αντίπερα πολιτικά όχθη, κι ενώ ακόμα και στελέχη των Ρεπουμπλικάνων ζητούν πολιτικά το κεφάλι του Τραμπ επί πίνακι, απαιτώντας την πρόωρη αποπομπή, ο Τζο Μπάιντεν ήδη γνωρίζει πως άμεσα θα κληθεί να κλείσει τη χαίνουσα πληγή που έχει διανοιχτεί στο «σώμα» των ΗΠΑ. Ο διχασμός της κοινωνίας πρέπει να θεωρείται δεδομένος, καθώς, παρά τα λάθη του, ο Τραμπ απολαμβάνει τη στήριξη διά της ψήφου εκατομμυρίων πολιτών. «Θα τα καταφέρει ο Μπάιντεν;», αυτό το ερώτημα μένει να απαντηθεί, στη σκιά του συστημικού μπλοκ που τον στήριξε και τον στηρίζει πολιτικά.
Ερωτήματα για τη φύλαξη του Καπιτωλίου
Ως «Ημέρα ντροπής» για τις ΗΠΑ θα μείνει στην Ιστορία η 6η Ιανουαρίου 2021. Μια ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας πληγώθηκαν βαριά η δημοκρατία και οι θεσμοί μιας χώρας που ως πρόταγμά της διαχρονικά προβάλει τις αξίες της ελευθερίας. Η εισβολή εκατοντάδων ανθρώπων στο Καπιτώλιο και οι εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου μέσω των τηλεοπτικών δικτύων και των social media, με το πλιάτσικο και τις καταστροφές στο εσωτερικό του, έδιναν το στίγμα πραξικοπήματος, την ώρα που ο πολιτικός κόσμος μουδιασμένος -σε πρώτη φάση- προσπαθούσε να «χωνέψει» πως όσα αντίκριζε δεν ήταν παρά η πραγματικότητα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ήδη από την επομένη των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου έριχνε απλώς λάδι στη φωτιά που ήδη σιγόκαιγε στη χώρα, επιμένοντας να αμφισβητεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Γεγονός που οδήγησε τελικά μεγάλη μερίδα των οπαδών του που παρακολούθησαν την ομιλία του στην Ουάσινγκτον και ακολούθως συμμετείχαν στην πορεία διαμαρτυρίας που διοργανώθηκε σε πράξεις απαράδεκτες και απολύτως καταδικαστέες εντός του Καπιτωλίου. Σε πράξεις που έρχονται κόντρα στη βαθιά δημοκρατική παράδοση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ενός κόμματος στους κόλπους του οποίου ποτέ δεν χώρεσαν «ψεκασμένοι», νεοναζί (πολλοί εισβολείς φορούσαν μπλούζες με ρατσιστικά συνθήματα, μπλούζες που ανέγραφαν τη λέξη «Αουσβιτς»), συνωμοσιολόγοι, αλλά τώρα βρήκαν την ευκαιρία να ξεσπαθώσουν.
Την ίδια στιγμή πολλά ερωτήματα προκαλεί επίσης το γεγονός πώς ο όχλος κατάφερε σχεδόν ανενόχλητος να μπει στο κτίριο, σε έναν χώρο αυστηρά φυλασσόμενο υπό «κανονικές συνθήκες». Βέβαια, σε αυτό, ήδη πολλοί απαντούν, λέγοντας πως «οι Αρχές επιδίωκαν με την ήπια στάση τους να ηρεμήσουν τα πνεύματα», ώστε να μην ξεφύγουν τα πράγματα ακόμα περισσότερο. Άλλωστε, θα πρέπει να θεωρείται περίπου βέβαιο πια πως αν με τη στάση της αυτή η αστυνομία (και η Εθνοφρουρά αργότερα) κατάφερε να περιορίσει τον αριθμό των θυμάτων στα τέσσερα άτομα, μια πιο δυναμική αντίδραση θα προκαλούσε εκατόμβη νεκρών.
Υποχώρηση
Σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να θεωρείται περίπου βέβαιο πια πως ο Τραμπ «κάηκε», αν και ορισμένοι αναλυτές δεν συμφωνούν απολύτως με την άποψη αυτή. Ο ίδιος, πάντως, έπειτα από τα τελευταία γεγονότα, υποχώρησε, δεσμευόμενος για μια «συντεταγμένη μετάβαση» εξουσίας. «Αν και διαφωνώ πλήρως με το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, και τα γεγονότα με επιβεβαιώνουν, ωστόσο θα υπάρξει συντεταγμένη μετάβαση στις 20 Ιανουαρίου» έγραφε στο twitter, προσθέτοντας πως «πρόκειται για τη λήξη μίας από τις καλύτερες πρώτες προεδρικές θητείες και δεν είναι παρά η αρχή του αγώνα μας για να δώσουμε πίσω στην Αμερική το μεγαλείο της», αφήνοντας ίχνη των προθέσεών του για το μέλλον.
Στην αντίπερα πολιτικά όχθη, κι ενώ ακόμα και στελέχη των Ρεπουμπλικάνων ζητούν πολιτικά το κεφάλι του Τραμπ επί πίνακι, απαιτώντας την πρόωρη αποπομπή, ο Τζο Μπάιντεν ήδη γνωρίζει πως άμεσα θα κληθεί να κλείσει τη χαίνουσα πληγή που έχει διανοιχτεί στο «σώμα» των ΗΠΑ. Ο διχασμός της κοινωνίας πρέπει να θεωρείται δεδομένος, καθώς, παρά τα λάθη του, ο Τραμπ απολαμβάνει τη στήριξη διά της ψήφου εκατομμυρίων πολιτών. «Θα τα καταφέρει ο Μπάιντεν;», αυτό το ερώτημα μένει να απαντηθεί, στη σκιά του συστημικού μπλοκ που τον στήριξε και τον στηρίζει πολιτικά.