Πάλι τα φύλλα του ημερολογίου σώθηκαν. Πάλι θα διαβάσουμε κείμενα που θα μιλάνε για τις χαρούμενες μέρες των εορτών, έστω και με τις συνθήκες που περνάμε τώρα, αλλά και για την μελαγχολία, που φέρνουν και στους μοναχικούς ανθρώπους, αλλά και γενικότερα, αυτές οι χαρμόσυνες μέρες.
Τα Χριστούγεννα, έχουν ξεχωριστή θέση στο Ελληνικό εορτολόγιο, αλλά και στα ήθη και τα έθιμα της πατρίδος μας. Ήθη και έθιμα που έχουν περιγράψει κορυφαίοι λογοτέχνες και λαογράφοι μας, όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Κοσμάς Πολίτης, αλλά και ο νεότερος Πάνος Λουκάκος.
Βέβαια και διάφορα ξενόφερτα έθιμα έχουν δυναμικά παρεισφρήσει στην Ελληνική πραγματικότητα, όπως το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και η γαλοπούλα, τα οποία, δυστυχώς, εκτοπίζουν σιγά αλλά σταθερά το πατροπαράδοτο καραβάκι, αλλά και το… χοιρινό με σέλινο.
Εδώ, μέχρι και αυτό το δρακουλίστικο Χάλογουιν, αρχίσαμε να γιορτάζουμε.
Όμως, ευτυχώς, ακόμα κρατάμε. Ακόμα τα Χριστόψωμα ψήνονται στις Ελληνικές κουζίνες, αλλά και τα παραδοσιακά πολίτικα τσουρέκια, έχουν ξεχωριστή θέση στο χριστουγεννιάτικο και πασχαλινό τραπέζι, διότι, δυστυχώς ή ευτυχώς, τις μεγάλες γιορτές τις έχουμε συνδέσει και με την άκρατη πολυφαγία.
Τα Χριστούγεννα τρώμε γαλοπούλα ή χοιρινό. Χοιρινό βέβαια μόνο αν είμαστε μακριά από hot spot, ώστε να μη προκαλέσουμε κανένα «επενδυτή».
Το Πάσχα τσακίζουμε τα δύστυχα τ’ αρνάκια, τις Αποκριές γονατίζουμε τις γαλατόπιτες και το κρέας, ενώ την Τσικνοπέμπτη τα τσικνιστά, πάση φύσεως, δεινοπαθούν.
Τέλος τον Δεκαπενταύγουστο, κάνουμε έναν συνδυασμό όλων των παραπάνω, όπως γράφαμε και στα διαγωνίσματα .
Σε παλαιότερο σημείωμά μας, είχαμε αναφερθεί στην εορταστική ατμόσφαιρα της Αθήνας, με τα προσωρινά μαγαζάκια που έστηναν οι «εποχικοί» του τότε, στην οδόν Αίολου, για τους αυτοσχέδιους Αγιοβασίληδες που φωτογραφίζονταν με τους πιτσιρικάδες, αλλά και τα χριστουγεννιάτικα δέντρα με τα φτωχικά στολίδια και το μπαμπάκι, που τα έδειχνε χιονισμένα.
Και βέβαια βουνά οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα επιμελώς σκεπασμένα με σελοφάν, ώστε να μη μπορούν να βγουν όξω οι μύγες, που ήταν μέσα, όπως έγραφε και ο αείμνηστος Νίκος Τσιφόρος.
Εκείνη την εποχή υπήρχαν και δύο περιοδικά «Ποικίλης ύλης». Ο «Θησαυρός» και το «Ρομάντσο», τα οποία κι’ αυτά βοηθούσαν να δημιουργηθεί το εορταστικό πνεύμα. Ίσως μας δοθεί κάποτε η ευκαιρία να μιλήσουμε για τα δυο αυτά περιοδικά που έγραψαν μπόλικες σελίδες στην ιστορία του Τύπου.
Δύσκολες εποχές.
Η Πατρίδα μας μόλις είχε βγει από την περιπέτεια του συμμοριτοπολέμου και προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές της, όπως μπορούσε. Και τελικά μπόρεσε και τις έκλεισε. Και τα κατάφερε καλά, ώσπου ξαφνικά, αλλά όχι ανεξήγητα και δεν είναι καιρός να το αναλύουμε αυτό, γιατί θα χαλάσουμε την χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, ήρθε η καταστροφή. Και να τα Μνημόνια και να ο ΣΥΡΙΖΑ, μας έφυγε η μαγκιά και από το «Δόξα σοι ο Θεός» ξαναπέσαμε στο «Παναγία βόηθα».
Τέλος πάντων. Κάποιος φίλος, μού είπε ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να χαθεί διότι ο Θεός έχει αγοράσει παραθαλάσσιο οικόπεδο εδώ κι’ όχι μόνο αυτό, αλλά έχει βγάλει και… Ελληνικό ΑΦΜ. Ας τον πιστεύσωμεν…
Πάντως όπως είπα και παραπάνω ακόμα κρατάμε.
Θα μου μείνουν αλησμόνητα κάποια Χριστούγεννα, στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 στο Σουφλί. Μετά την λειτουργία, την οποία παρακολουθήσαμε ολόκληρη και με μισό μέτρο χιόνι έξω, μας φιλοξένησε φιλική οικογένεια. Εκεί γευτήκαμε την καταπληκτική «μπάμπω», ένα καθαρά Θρακιώτικο φαγητό, αυστηρώς ακατάλληλο για όσους κάνουν δίαιτα, αφού δεν υπάρχει παχάκι, λιπάκι και πάσης φύσεως λιπαρό που να μην περιέχεται μέσα της. Εξ ού και η απίστευτη νοστιμάδα της. Βέβαια είχε κι’ άλλα εξόχως νόστιμα και αρκούντως παχυντικά εκείνο το πρωινό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Όλα παραδοσιακά και όλα γνήσια.
Φέτος και μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν είναι γνωστό τι σοϊ Χριστούγεννα θα μας αφήσουν να κάνουμε οι λοιμωξιολόγοι, οι λοιποί γιατροί, οι φυσικοί, οι χημικοί, οι φαρμακοποιοί, οι υδραυλικοί κ.λπ. που μας βομβαρδίζουν καθημερινώς με τρομομηνύματα και απειλές, διότι ως γνωστόν όλοι έχουν άποψη και όλοι μπορούν να βγάζουν φετφάδες. Δεν ξέρουμε καν αν θα μας αφήσουν να ακούσουμε στην εκκλησία της γειτονιάς μας το «Η γέννησή Σου Χριστέ ο Θεός ημών», όπως δεν ακούσαμε το Πάσχα το «Ω γλυκύ μου Έαρ» και ο «Χριστός Ανέστη».
Σκοτεινοί καιροί, που θυμίζουν Μεσαίωνα και Οθωμανοκρατία.
Μοιραία αγαπητοί μου γίνονται αυτές οι σκέψεις τούτες τις μέρες που ο «νέος ενιαυτός» τουτέστιν ο καινούργιος χρόνος, είναι προ των πυλών.
Και καθώς το παρόν πόνημα είναι το τελευταίο της χρονιάς που μας αποχαιρετά (θα τα ξαναπούμε, πρώτα ο Θεός, στις 11 Ιανουαρίου) και πριν σας υποβάλλω τις καθιερωμένες και από καρδιάς ευχές, θυμήθηκα πάλι τον Ντίνο Ηλιόπουλο στην ταινία «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης». Έρχεται λοιπόν η υπάλληλος ενός καταστήματος γουναρικών να παραλάβει από τον Λευτεράκη για επισκευή μία γούνα, που προοριζόταν για άλλην αντ’ άλλης. Φεύγοντας η υπάλληλος λέει:
– Καληνύχτα σας, και ο Λευτεράκης.
– Πάντως χθες η καλησπέρα σας δεν έπιασε, αλλά τέλος πάντων.
– Τι είπατε;
– Τίποτα τίποτα, άντε καληνύχτα λέω.
Πού τα θυμήθηκα τώρα αυτά; Να ετοιμάζομαι να σας ευχηθώ «Αίσιον και Ευτυχές το 2021» και θα μου απαντήσετε: Και πέρσι μας ευχήθηκες και είδαμε τα χαΐρια μας» και θάχετε και δίκιο.
Πάντως, καλή χρονιά με υγεία και προκοπή.
Χρήστος Μπολώσης