Αυτή η χαρακτηριστική ερώτηση (μεταφρ. «ποια είναι η τέχνη σου;») που απευθύνεται κατ’επανάληψη στην πρώτη σκηνή της πρώτης πράξης του σαιξπηρικού «Ιουλίου Καίσαρα», μέσα στις τρέχουσες συντεταγμένες που διαμορφώνουν το εγχώριο πολιτισμικό τοπίο, θα μπορούσε να επέχει θέση τίτλου, δηλωτικού μιας κακοδαιμονίας που κατατρώγει τα σπλάχνα του χώρου των παραστατικών τεχνών: τους όρους προσδιορισμού και κατοχύρωσης της επαγγελματικής ταυτότητας των ταγών της τέχνης.
- Από τον Γιώργο Παπαγιαννάκη*
Αν τελικά πρέπει να ζηλέψουμε κάτι από τα σοσιαλιστικά καθεστώτα είναι το γεγονός ότι ο επαγγελματικός χαρακτήρας σφυρηλατούνταν ήδη μέσα στους κόλπους των κέντρων παραγωγής και εκπαίδευσης των μελλοντικών καλλιτεχνών, τις περιώνυμες σχολές και ακαδημίες, των οποίων ο ρόλος περιλάμβανε, συν τοις άλλοις, και τη λειτουργία τους ως εργαστήρια καλλιτεχνικών ζυμώσεων και διαμόρφωσης ρευμάτων και αισθητικών πρωτοποριών. Ο δε επαγγελματισμός στην τέχνη ουδέποτε νοούνταν ως πρόσχημα που εκπορεύεται αποκλειστικά από το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και, κυρίως, χωρίς απτή απόδειξη τoυ “sign of your profession”, για να επανέλθουμε σε μια ρήση από την προαναφερθείσα τραγωδία του Σαίξπηρ.
Η υγειονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια μια πρωτοφανή ένδεια εκ μέρους της Πολιτείας ως προς τους μηχανισμούς ταυτοποίησης του καλλιτεχνικού δυναμικού της χώρας, και ενώπιον της προοπτικής χορήγησης επιδομάτων για την ενίσχυσή του, μια παντελή απουσία κριτηρίων και τεκμηρίων που να απαντά επαρκώς στο ερώτημα «ποιος είναι τι» και, κατ’επέκταση, στο «ποιος δικαιούται τι». Αυτή η συνθήκη παρακίνησε ένα μεγάλο μέρος των κάθε είδους εμπλεκομένων στα καλλιτεχνικά δρώμενα να αξιώσουν συμμετοχή στα έκτακτα βοηθήματα, φέρνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ την Πολιτεία αντιμέτωπη με το εφιαλτικό σενάριο η μισή χώρα να αυτοπροσδιορίζεται… καλλιτέχνης. Η ανακλαστική αντίδραση σύστασης μητρώου καλλιτεχνών αποδείχθηκε εν τοις πράγμασι εμβαλωματική, καθώς οι όποιες ασκήσεις θεσμικότητας δεν φάνηκαν να συγκινούν την ακατέργαστη μάζα των εξαγριωμένων καλλιτεχνών και τους πάσης φύσεως καθοδηγητές τους.
Από την άλλη πλευρά, το παράδειγμα άλλων χωρών, όπως της Γαλλίας, που επιδότησε τον Πολιτισμό με ποσά που ανέρχονται σε δύο δις ευρώ, ή της Γερμανίας, που προχώρησε σε έκτακτα επιδόματα 5.000 ευρώ στους καλλιτέχνες, με μια συνολική επένδυση απορρόφησης της κρίσης ύψους ενός δις ευρώ, μοιραία λειτούργησε ως δυναμικό αντιπαράδειγμα και οδικό χάρτη για το πώς μια ευνομούμενη Πολιτεία οφείλει να σεβαστεί τους ανθρώπους των τεχνών, συμβάλλοντας στο άνοιγμα του δημόσιου κορβανά και για τις ανάγκες του πολιτισμού (όχι ασφαλώς με τρόπο επεξεργασμένο ή που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των ενδιαφερομένων, αλλά μάλλον με μια πρόθεση να σωθούν τα προσχήματα και να αποσοβηθεί μια γενική κατακραυγή).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο χώρο του πολιτισμού, και ειδικά των παραστατικών τεχνών, επιβάλλεται να μπει μια τάξη, η οποία θα πρέπει να εκκινεί πρωτίστως από την πιστοποίηση των τυπικών προσόντων όλων όσων επιθυμούν να επικαλούνται με επαγγελματικούς όρους την καλλιτεχνική ιδιότητα σε οποιοδήποτε τομέα. Ακολούθως, θα πρέπει να συνυπολογίζονται η επαγγελματική πορεία τους, τόσο ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της όσο και ως προς τη διάρκεια και την περιοδικότητα της, καθώς και άλλα κριτήρια, όπως, για παράδειγμα, το εν γένει μορφωτικό και επιμορφωτικό υπόβαθρό τους.
Προς την κατεύθυνση μιας ενδελεχούς καταγραφής του ενεργού καλλιτεχνικού δυναμικού, η σύσταση ειδικών γνωμοδοτικών επιτροπών για την τήρηση των προϋποθέσεων θα λειτουργούσε ως επιστέγασμα μιας συντονισμένης προσπάθειας προστασίας των εκπροσώπων της τέχνης από μια ανεξέλεγκτη διασπορά και αναπαραγωγή καλλιτεχνικής ή καλλιτεχνίζουσας δραστηριότητας που αποσαρθρώνει τα εργασιακά δικαιώματα, καθιστά τους εργαζομένους αντικείμενα στυγνής εκμετάλλευσης, δημιουργεί προσκόμματα στην παροχή ουσιαστικής στήριξης σε όσους πραγματικά το δικαιούνται κατά τη διάρκεια κρίσεων, συσκοτίζει, αν όχι απειλεί, την ίδια την ποιότητα και αξιοπιστία της καλλιτεχνικής ιδιότητας και τροφοδοτεί διάφορα επιχειρηματικά κυκλώματα που πλουτίζουν σε βάρος υπερπλεοναζόντων χρήσιμων, στη θέση των οποίων θα έπρεπε να βρίσκονται πολύ λιγότεροι αλλά αξιότεροι, με πλήρη επίγνωση των δικαιωμάτων τους και με θεσμική συνείδηση.