Όποια κι αν είναι η… ρότα των πολεμικών πλοίων της Ελλάδας και της Τουρκίας, πρέπει να θεωρείται προσωρινή. Έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουμε και ό,τι χαρακτηρίζεται «αποκλιμάκωση της κρίσης». Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει αποκλιμάκωση της κρίσης, διότι κρίση είναι η ίδια η Τουρκία.
Όσοι νομίζουν ότι η γειτονική χώρα πρόκειται να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες της πλανώνται και λησμονούν τη διακηρυγμένη προς όλες τις κατευθύνσεις πρόθεση της Τουρκίας για επέκταση σε βάρος των άλλων χωρών. Εδώ και χρόνια έχει αναζωπυρωθεί στην Τουρκία η συζήτηση για τον περιβόητο «εθνικό όρκο». Αυτός ο όρκος αποτελεί μια διακήρυξη η οποία ψηφίστηκε από το τελευταίο οθωμανικό Κοινοβούλιο στις αρχές του 1920 και μνημονεύει τη βούληση των Τούρκων να νεκραναστήσουν την αυτοκρατορία τους.
Αυτός, λοιπόν, ο εθνικός όρκος, τον οποίο αρέσκεται να υπενθυμίζει ο επίδοξος… σουλτάνος Ερντογάν, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια από τις πολλές αποδείξεις της ψυχολογικής άρνησης της ελίτ της γειτονικής χώρας να αποδεχθεί τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό είναι, άλλωστε, και το σημείο συνάντησης των κεμαλικών και των ισλαμιστών: ο μεγαλοϊδεατισμός.
Ο εθνικός όρκος για όλες τις ελίτ και τις ιδεολογικοπολιτικές τάσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της Τουρκίας αποτελεί εργαλείο κινητοποίησης των μαζών για τη σταδιακή επανάκτηση της αίγλης, της ισχύος και των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτόν τον στόχο υλοποιεί ο Ερντογάν και θέλει να κομίσει στη χώρα του απτά αποτελέσματα μέχρι το 2023, χρονιά που συμπληρώνεται αιώνας από την ίδρυση του νεότερου τουρκικού κράτους. Απαραίτητος ενδιάμεσος σταθμός προς αυτόν τον προορισμό είναι η νίκη έναντι της Ελλάδας, σε στρατιωτικό επίπεδο.
Για τους παραπάνω λόγους, ο Ελληνισμός σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αρκείται στις διαβεβαιώσεις των δυτικών και τις απατηλές υποσχέσεις των Τούρκων, που τάχα ζητούν λίγα για να απαιτήσουν στη συνέχεια περισσότερα. Απάντηση στις απανωτές προκλήσεις και στους κινδύνους είναι η ενδυνάμωση της πατρίδας, όχι το σάλπισμα της υποχώρησης, που γίνεται υπό τη μορφή της πρόθεσης για «συζήτηση» – δηλαδή για παραχωρήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.