Κάποτε, στη «Βραδυνή» του Τζώρτζη Αθανασιάδη, μάθαμε ότι ένας υπουργός του ΠΑΣΟΚ εθεάθη νύχτα σε κέντρο της Θεσσαλονίκης να πίνει ένα ποτό με ωραία Βορειοελλαδίτισσα. Παντρεμένος άνθρωπος με παιδιά.
Από τον Γιώργο Τράγκα
Κάποιοι «καλοί» συνάδελφοι σκέφτηκαν-ψιθύρισαν ότι είναι ωραίο, σκανδαλιστικό θέμα να γράψουμε για τον σοβαρό υπουργό που εντοπίστηκε σε ημιφωτισμένο σεπαρέ καμπαρέ της συμπρωτεύουσας με εντυπωσιακή «πεταλούδα». Πριν ακόμη ο πειρασμός γίνει μελάνι και γραφή και πάει στις λινοτυπικές και μετά στο πιεστήριο, ο εκδότης της εφημερίδας, ο δολοφονημένος Τζώρτζης Αθανασιάδης (ο άνθρωπος που μου έδωσε την ευκαιρία να γίνω δημοσιογράφος) μας είπε ορθά κοφτά: «Χτυπήματα σε πολιτικούς κάτω από τη μέση απαγορεύονται».
Εκείνη την εποχή υπήρχαν μεγαλύτερη σοβαρότητα, διαφορετική ποιότητα ηθικής αντίληψης και πιο ουσιαστική δημοσιογραφία. Υπήρχε κομματικός Τύπος, αλλά όχι «κίτρινος». Καταγραφόταν και η άποψη της άλλης πλευράς.
Όταν ο σημερινός πρωθυπουργός αποφάσισε να με πάρει στο τηλέφωνο (WhatsApp) ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος και εκνευρισμένος. Το θέμα αφορούσε τις επιθέσεις που δεχόταν η Μαρέβα Μητσοτάκη από ορισμένα έντυπα, άρθρα και ρεπορτάζ για ανάμειξή της σε offshore εταιρίες ή επιχειρήσεις. Εργαζόμουν στα Παραπολιτικά FM και ουδέποτε (ακολουθώντας τους παλιούς κανόνες της «Βραδυνής») συγκρούστηκα με συζύγους πρωθυπουργών, με εξαίρεση τη φίλη μου Δήμητρα Παπανδρέου, με την οποία αργότερα γνωριστήκαμε, μου αποκάλυψε τη ζωή της με τον πρώην πρωθυπουργό και γίναμε φίλοι.
Οι «πράσινες» κυβερνήσεις (όπως συνέβη αργότερα και με τις «γαλάζιες») είχαν εγκαταστήσει όλες τις φορολογικές υπηρεσίες μέσα στο γραφείο μου. Είχαν κατασκηνώσει όλοι οι αρμόδιοι εφοριακοί. Μιλάμε για κλιμάκια. Εμαθα τα μικρά ονόματά τους και τις ιστορίες των οικογενειών τους. Οι άνθρωποι -δεν το έκρυβαν- εκτελούσαν πολιτικές οδηγίες.
Επί πατρός Μητσοτάκη δεν μπορούσα να περάσω το κατώφλι των τραπεζών ούτε για δάνειο ούτε για διαφήμιση ούτε για οποιαδήποτε συναλλαγή. Αναβαν παντού κόκκινα φώτα. Ήμουν, δηλαδή, κάτι σαν τον Covid-19.
Εθεωρείτο επικίνδυνο να κάνει κάποιος μαζί μου δουλειά. Επί ημερών Σημίτη, οι επιχειρηματίες μού έλεγαν να κόβω κάποιο τιμολόγιο, χωρίς όμως να βάζω αντίστοιχη διαφήμιση στις εφημερίδες μου, για να μην «εκτεθούν» και δεχθούν την οργή του καθεστώτος.
Δεν θυμάμαι πόσες φορές πήγα στη Σχολή Ευελπίδων για ασήμαντες ή σημαντικές αφορμές – ακόμα και για κατασκευή μικρής σκάλας σε εξοχική κατοικία μου. Επτά ολόκληρα χρόνια κατεδίωκαν τη σύζυγό μου για να αποδείξει ότι είχε λεφτά να αγοράσει το σπίτι που… της έγραψα! Στο τέλος, βγήκε δικαστική απόφαση που έλεγε ότι εναντίον μας δεν υπήρχε ούτε «ένδειξη» που να στέκεται σε ακροαματική διαδικασία!
Ο σημερινός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε ποτέ σχέσεις και επαφές μαζί μου. Ουδέποτε μου έχει δώσει συνέντευξη. Αντίθετα, επί σειρά ετών, όλα τα μέλη της οικογένειάς του, οι γονείς του, η αδελφή του, ο ανιψιός του -δήμαρχος της Αθήνας- μου έχουν παραχωρήσει πλήθος σημαντικών πολιτικών συνεντεύξεων.
Η πρώτη φορά που θέλησε να με δει ο Κυριάκος ήταν όταν με χρειάστηκε για να υπερασπιστώ τη σύζυγό του. Συνοδευόμενος από στέλεχος των «Παραπολιτικών» πήγα σε ένα γραφείο του στο Παγκράτι. Εκεί δεν χρειάστηκε να μείνω πολύ. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά τού εξήγησα τον κανόνα του Τζώρτζη Αθανασιάδη, της παλιάς καραμανλικής «Βραδυνής». Δηλαδή, ότι εμείς «δεν καταφέρουμε χτυπήματα κάτω από τη μέση».
Προτού φύγω, μου τόνισε με πολύ σοβαρό ύφος ότι «όταν έρθει στην εξουσία, θα κάνει τη διαφορά». Πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις, το διέψευσε και με έκανε να σκεφτώ ότι «ουδείς ασφαλέστερος εχθρός εκ του ευεργετηθέντος».
Δυστυχώς, ο ίδιος ή κάποιοι φίλοι του (για να μην τον αδικώ) δεν έχουν ούτε τους ίδιους κανόνες ούτε την ίδια ηθική αντίληψη με τον αείμνηστο Τζώρτζη Αθανασιάδη. Έτσι, λασπολογούν εναντίον μελών της οικογένειάς μου, επειδή έχω διαφορετική άποψη ή ασκώ κριτική στις κυβερνητικές επιλογές: π.χ., διάβασα ένα λασπογράφημα εναντίον της συζύγου μου, όπως και ένα τοξικό κείμενο για τον μικρότερο γιο μου και τις επαγγελματικές επιλογές του.
Για τη γυναίκα μου έγραψαν ότι «περιμένει να με θάψει για να με κληρονομήσει», προσθέτοντας, για να αμβλυνθεί το ενδεχόμενο αγωγής, ότι… «κάνουν πλάκα» και ότι δεν πρέπει οι αναγνώστες των λασπογραφημάτων «να παίρνουν στα σοβαρά» όσα γράφονται.
Φυσικά, δεν έψαξα πολύ στο μυαλό μου για να αντιληφθώ ποιοι δίνουν τις οδηγίες για τη σκηνοθεσία και την παρουσίαση αυτών των δήθεν «αποκαλυπτικών» κειμένων. Ούτε σκέφτηκα ποιες ακτοπλοϊκές γραμμές συνδέουν τη Χίο με τον Πειραιά. Είναι γνωστά χαλκεία παραπληροφόρησης και λασπολογίας. Τα χρησιμοποιεί το Μαξίμου, και εκείνα με τη σειρά τους ρίχνουν σάπια ψάρια που ξεβράζονται στην Πειραϊκή, σε σκουλήκια χωρίς παρελθόν, χωρίς παρόν και χωρίς μέλλον!
Όσοι ζουν στη δυσοσμία πνίγονται στο τέλος από τη βρόμα τους και μετά σπεύδουν να ζητήσουν στήριξη, όταν αυτοί δέχονται χτυπήματα κάτω από τη μέση.
Οι φίλοι του πρωθυπουργού, οι Γερμανοί, όταν αναφέρονται σε τέτοια ατμόσφαιρα χρησιμοποιούν τη φράση «verschmutzte luft». Σημαίνει «μολυσμένος αέρας». Επί των ημερών Μητσοτάκη επικρατεί δυσοσμία στα πολιτικά και τα δημοσιογραφικά γραφεία. Σε όλη τη διάρκεια του Μνημονίου, της οικονομικής κατοχής, είχαμε λύματα και τοξίνες. Όπως θα έλεγε ο στρατηγός του Βοναπάρτη εκεί, στο Βατερλό: «Merde»! Όμως, τώρα το πράγμα παράγινε. O Κυριάκος αναδίδει όλα τα «αρώματα» μαζί. Είναι ο «αρωματοποιός» της γνωστής ταινίας.
Ο πρωθυπουργός έσπευσε να με καλέσει να υπερασπιστώ τη σύζυγό του. Όταν ήρθε στην εξουσία έδωσε εντολή άμεσης απομάκρυνσής μου από δύο μέσα ενημέρωσης. Αυτή είναι η πολιτική ηθική του. Ουδείς ασφαλέστερος – δεν ανέχεται διαφορετική άποψη.
Ταυτόχρονα, οι φίλοι του φροντίζουν να επιτίθενται εναντίον της οικογένειάς μου. Οποιοσδήποτε μπορεί να καταλάβει το επίπεδο αξιών του πρωθυπουργού και των φίλων του, καθώς και τον σεβασμό τους προς τη δημοκρατία, το Σύνταγμα και την ελευθεροτυπία.
Εγώ, πάντως, λόγω πείρας, θέλω να προειδοποιήσω ότι όλα αυτά δεν είναι μόνο βρόμικα, αλλά και ανόητα, άνευ ουσίας και αντιπαραγωγικά, σε μια περίοδο που η φτώχεια διευρύνει τις ανισότητες και αποσταθεροποιεί τα πάντα – την πολιτική, την οικονομία, όλους μας.
Φυσικά, όταν ανοίγουν το στόμα τους ή γράφουν κάποιοι, ο αέρας μολύνεται και το κείμενο δεν το γράφει χέρι. Όπως έγραψε κάποτε ο Γεώργιος Πωπ, εκδότης της εφημερίδας «Αθήναι»: «Τοιούτον άρθρον δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις».