Την εκκένωση των κτιρίων της Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους που έχουν καταληφθεί από ζηλωτές αποφάσισε την Τετάρτη το πρωί ο Άρειος Πάγος, αφού απέρριψε τις αιτήσεις αναίρεσης που κατέθεσαν οι «καταληψίες» κατά της απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης με αριθμό 122/17.6.2020. Με αυτήν οι ζηλωτές υποχρεούνται να παραδώσουν τελεσιδίκως τα κατειλημμένα ακίνητα εντός και εκτός Αγίου Όρους στη Μονή Εσφιγμένου, δηλαδή το κεντρικό κτιριακό συγκρότημα, το τμήμα αντιπροσωπείου Καρυών, το κονάκι Ν. Ρόδων, αλλά και το αγρόκτημα Ιερισσού.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της μονής, από τα έτη 1972-1974 εισήλθε στο Άγιον Όρος μια ομάδα ανθρώπων που δεν ανήκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε αυτήν ήταν και ο σημερινός αρχηγός της κατάληψης. Αυτή η ομάδα, σύμφωνα πάντοτε με την εν λόγω ανακοίνωση, εκμεταλλευόμενη την τότε κατάσταση λειψανδρίας νέων μοναχών και ελλιπούς πληροφόρησης, κατέλαβε διά της βίας την τότε διοίκηση της Μονής Εσφιγμένου και τα κτίριά της, εκδιώκοντας Εσφιγμενίτες μοναχούς και βιαιοπραγώντας εναντίον όσων διαφωνούσαν με τις ενέργειές τους.
Το ανώτατο διοικητικό όργανο της Αθωνικής Πολιτείας, δηλαδή η Ιερά Κοινότητα, έλαβε συγκεκριμένες αποφάσεις για την απέλαση των πρωταιτίων το 1974, όπως επίσης και το 2002, οι οποίες όμως δεν εκτελέστηκαν. Μετά τις αγιορείτικες αποφάσεις, ανέλαβαν οι Αρχές της Πολιτείας, αλλά και η Δικαιοσύνη. Έτσι, υπάρχουν αρκετές καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον των ζηλωτών. Όμως η τελεσιδικία των αποφάσεων καθυστέρησε, με συνεχείς αιτήσεις αναστολών και εφέσεις, ενώ εκκρεμεί ακόμα η εκτέλεση κάποιων από αυτές. Οι καταληψίες απαγορεύουν την είσοδο στο κατειλημμένο κτίριο σε υπηρεσίες του κράτους, όπως Αστυνομία, Λιμενικό, Πυροσβεστική, ΚΕΔΑΚ, Αρχαιολογική Υπηρεσία κ.λπ.