Ο Κώστας Μπακογιάννης νομίζει ότι έγινε δήμαρχος Κοπεγχάγης, ενώ είναι δήμαρχος Αθηναίων. Έχει μέριμνες και σχέδια… πολυτελείας, ενώ η πρωτεύουσα της Ελλάδος βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και κάθε ημέρα που περνά βυθίζεται στο τέλμα της παρακμής με τη ραγδαία αλλοίωση της πολιτισμικής ταυτότητάς της, τον υποβιβασμό της αισθητικής της, τη λαθρομετανάστευση, τα σκουπίδια, τα ναρκωτικά, τη φτώχεια, τους αστέγους, τα κλειστά καταστήματα και την καλπάζουσα αύξηση της εγκληματικότητας. Οπως όλοι οι μη έχοντες σχέση με την πραγματική πολιτική και τα αληθινά προβλήματα των πολιτών, ο δήμαρχος καταγίνεται με φρου φρου κι αρώματα, με το φαίνεσθαι και όχι το είναι.
Ο κ. Μπακογιάννης θα όφειλε να ηγηθεί μιας αναγεννητικής προσπάθειας για την πολύπαθη Αθήνα αξιοποιώντας όποιες δυνάμεις είναι ακόμα διαθέσιμες, αλλά συμπεριφέρεται σαν μικρό παιδί που ανέλαβε για μία ημέρα τη διεύθυνση νηπιαγωγείου. Η ιδέα του για τον περιβόητο «Μεγάλο Περίπατο» είναι τόσο κωμική όσο και αξιοθρήνητη. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της εφαρμογής των πεζοδρομήσεων προκλήθηκε ένα πρωτοφανές μποτιλιάρισμα, το οποίο εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρο το κέντρο της πόλης και λίγο έλειψε να δημιουργήσει κυκλοφοριακή ασφυξία ακόμα και στα… προάστια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω συνέβησαν σε περίοδο σχετικά ήσυχη, μια και λόγω της -ως σήμερα- ανυπαρξίας τουριστικού ρεύματος δεν έχουν εισέλθει ακόμα τουριστικά λεωφορεία στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών! Όταν μπουν και τα πούλμαν στο σκηνικό, το φιάσκο Μπακογιάννη θα λάβει κινηματογραφικές διαστάσεις.
Η «δημοκρατία» από την πρώτη κιόλας στιγμή που δημοσιοποιήθηκαν τα μεγαλεπήβολα σχέδια του κ. Μπακογιάννη για τους «Μεγάλους Περιπάτους» και τα συναφή άσκησε δριμεία κριτική στα ανεδαφικά και μη λειτουργικά σχεδιάσματα. Η εφημερίδα μας δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που εκ πεποιθήσεως ή λόγω συμφέροντος έχουν αναλάβει τα καθήκοντα χειροκροτητών των ενεργειών του Κώστα Μπακογιάννη.
Η πολιτική χρειάζεται ουσία, σοβαρότητα και πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες των πολιτών και όχι να περιορίζεται στις επικοινωνιακές σαπουνόφουσκες, τις οποίες, τελικά, άπαντες πληρώνουμε πάρα πολύ ακριβά.