Η «δημοκρατία» αρχίζει από σήμερα να δημοσιεύει τα ποσά που θα εισπράττει από την κρατική εκστρατεία επικοινωνίας και ενημέρωσης για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού. Τα χρήματα δεν είναι «κρατικά», της «κυβέρνησης» ή του «Δημοσίου», όπως λένε, αλλά των Ελλήνων πολιτών. Οι Ελληνες, που αιμορραγούν ακόμα από τα μνημονιακά δεσμά, αιμοδοτούν το κράτος από το υστέρημά τους. Σε εκείνους οφείλουμε όλοι να δίνουμε λόγο και να παρέχουμε ικανοποιητικές εξηγήσεις για τις πράξεις και τις παραλείψεις μας.
Η δημοσιοποίηση, σε καθημερινή βάση, των ποσών που εισπράττουμε είναι μία από τις πολλές αποδείξεις που μπορούν να έχουν οι αναγνώστες μας και γενικά το κοινό ότι η «δημοκρατία» πράττει όσα γράφει και δεν υιοθετεί την υποκριτική στάση εκείνων που οι σκοτεινές πράξεις τους απέχουν έτη φωτός από τις λαμπερές υποσχέσεις τους. Τον αγώνα για διαφάνεια και λογοδοσία τον ξεκινάμε από εμάς, δεν καλυπτόμαστε από την ένοχη σιωπή των άλλων.
Εννοείται ότι προτείνουμε και στα άλλα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, να δημοσιοποιούν με θρησκευτική ευλάβεια και το τελευταίο ευρώ που λαμβάνουν και θα λαμβάνουν από το κράτος. Έτσι, οι Ελληνες θα μπορούν να κάνουν τις συγκρίσεις τους, θα δύνανται να συμπεράνουν αν τα ποσά που θα διανεμηθούν είναι αντίστοιχα με την απήχηση που έχει κάθε ΜΜΕ, αν γίνεται ορθολογική διαχείριση αυτών των κονδυλίων ή… πάρτι κατασπατάλησης των χρημάτων των φορολογουμένων, όπου προσκεκλημένοι είναι τα συνήθη φερέφωνα και οι κολλητοί.
Η ισχυρότερη ασπίδα του πολιτεύματος και του συλλογικού βίου είναι η γνώση – και γνώση δίχως αντικειμενική και εις βάθος πληροφόρηση δεν μπορεί να υπάρξει. Η «δημοκρατία» θέλει να συνεισφέρει στην ουσιαστική πληροφόρηση των αναγνωστών και για όσα την αφορούν. Δεν είναι δυνατόν να αξιώνουμε διαρκώς τη δημοσιοποίηση των στοιχείων που αφορούν τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, αλλά να απαιτούμε… διακριτικότητα όταν μερίδιο από αυτά τα χρήματα προορίζεται για τον Τύπο.
Όλα στο φως, όλα αναλυτικά, ώστε όλοι να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα.
Η «δημοκρατία» έχει λάβει έως σήμερα υπό τη μορφή καταχωρίσεων δεκαοκτώ χιλιάδες ευρώ (18.000 €) από τα είκοσι εκατομμύρια ευρώ (20.000.000 €).