Η Μούσα δεν είχε χρόνο για τον ΓΑΠ τον πολύτροπο και την υπόθεση του κόμματός του ανέλαβε ωρομίσθιος στιχοπλόκος.
Σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος, της Μινεσότα ο κάποτε ωραίος, έκανες κόμμα για να πικάρεις τον Βαγγέλη, που σαν αρκούδα τρώει και σαν βαρέλι, αποθηκεύει της πολιτικής το μέλι.
Σ’ ακούγαμε που μίλαγες κάπως ελληνικά. Κι ύστερα τα γυρνούσες και ήταν αγγλικά. Αμερικάνικη ηχούσε η προφορά κι η πασοκάρα μες στην αποφορά. Σάπιζε κι έζεχνε, τσαλαβουτούσε σ’ απαίσια μνημόνια και ο λαός τούς έριχνε αβγά, μα και λεμόνια. Εσύ το είδες μ’ άλλα μάτια, βάδιζες κιόλας σε άλλα μονοπάτια. Σουρούπωνε όταν σε είδα, που άλλαζες μόνος σου την αλυσίδα.
Και το ποδήλατο έτρεχε κι εσύ εκεί, με πίστη ολότελα φανατική, νόμιζες πως με μία κίνησή σου μαγική, θ’ άλλαζες την αλυσίδα, μα τελικά πάτησες τη δολερή γλιστρίδα. Η κωλοτούμπα σου γράφτηκε στην Ιστορία. Τα έμαθε κι η κουτσή Μαρία, μα δεν τα είπε πουθενά – ήταν κυρία. Πού ‘χαμε μείνει; Οταν στήριξες Μπουτάρη και Καμίνη; Οχι δα! Σιγά μη μέναμε στην Οδησσό. Για το κομμάτι σου λέγαμε, το ΚΙΔΗΣΟ.
Προσευχή
Τι έγιν’ αυτό και πού μας πάει; Μη μας ξινίζει και μας βρομάει; Μπα, ούτε βρομιά και ούτε ξινίλα θα περιγράψουνε τούτη τη νίλα. Το κόμμα ξέμεινε από παρά και εις τις κάλπες μας δεν θα χωρά. Απέξω θα μείνει και η δόξα του Γιώργου ταχέως θα φθίνει. Να ενωθεί με μιας… Φώφης το κόμμα; Παραπέφτουν διαμάντια στο χώμα; Και να βλέπει συνεχώς Βενιζέλο; Δεν του ρίχνουν και ένα μπουγέλο; Να τον δείχνουν και όλοι μαζί να γελάνε, εκείνοι που πουθενά δεν φτουράνε;
Οχι, κυρία μου, όχι ξανά. Δεν θα τον σώσουνε τα ωσαννά ούτε περίσσεψαν λεφτά για σανά, που θα πάει ξανά ν’ αγοράσει και τον λαό να κεράσει ώστε το όριο να περάσει. Ποιο όριο; Αυτό του τρία τοις εκατό, που δεν του φαίνεται πλέον βατό.
Παραμένει ωστόσο ορατό το χειρότερο το ενδεχόμενο, που στη λίστα έρχεται επόμενο. Τώρα που ξέμεινε από ασυλία, δεν πάει μέχρι την παραλία; Να καβαλήσει ξανά το κανό και νάβγει στον ωκεανό; Μη τυχόν ετοιμάζουν διώξεις; Αυτό απεργάζονται οι μαύρες μαζώξεις; Ας περιμένουμε λίγο να δούμε κι όλοι μαζί ας προσευχηθούμε.
Παναγιώτης Λιάκος