Αν «έστι δίκης οφθαλμός ος τα πάνθ’ ορά» μία φορά για τους ανθρώπους, τότε μην αμφιβάλλετε καθόλου για το πόσο ανελέητη μπορεί να γίνει η δικαιοσύνη εκείνου του ματιού που βλέπει όσους παίζουν με τη ζωή τους.
Συχνά αυτή η δικαιοσύνη αργεί τόσο, που σε κάνει να απελπίζεσαι ότι δεν θα αποδοθεί ποτέ. Οταν έρχεται η ώρα της όμως, πέφτει τόσο βαριά πάνω στους ενόχους, που μοιάζει με κατάρα. Κι όπως λέει ο λαός μας, «είναι να μη βαρύνει η ψυχή του καλού ανθρώπου».
Κάπου εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Οσο κι αν ακούγεται παράξενο, υφιστάμενες, απελθούσες και εν αναμονή εξουσίες τρέμουν τον πέλεκυ των νοικοκυραίων που εξαθλιώνονται. Οι νοικοκυραίοι είναι αυτό που προσπαθούν να γίνουν τα καλά παιδιά όταν μεγαλώσουν. Μια γενιά καλών παιδιών βολοδέρνει απελπισμένη στα χαμένα σήμερα.
Ψάχτηκε στα δεξιά για να συναντήσει την ανοιχτή κοινωνία, την αξιοκρατία, τα κίνητρα, τον υγιή λαϊκό καπιταλισμό, την επανίδρυση του κράτους. Βρήκε την οικογενειοκρατία, τα golden boys, το ξεπάτωμα ιδιωτικής πρωτοβουλίας και ιδιοκτησίας, την άδικη φορολογία. Το «σπίτι» και το «μαγαζί» έγιναν πλέον συνώνυμα… εγκληματικής δραστηριότητας από ιδεοληπτικούς που μπερδεύουν τη λογική με τη… λογιστική.
Είπε να αναζητήσει την «αλλαγή» και είδε την προσδοκία της για μια Ελλάδα «εθνικά υπερήφανη και κοινωνικά δίκαιη» να συντρίβεται στα βράχια των Ιμίων και στα πεπραγμένα αλητών που εξευτέλισαν κάθε έννοια και ιδεολογία για να δικαιολογήσουν τις αθλιότητες της διαδρομής και τις χυδαιότητες του πλουτισμού τους. Αμετανόητοι, μέσα κι έξω από τα σίδερα, προσπαθούν να συνδέσουν την προσωπική τους επιβίωση με αυτή της πατρίδας.
Εστρεψε στα αριστερά της μπας και αποθέσει εκεί τουλάχιστον την ελπίδα της για την υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας, των εργατικών δικαιωμάτων, του συνδικαλισμού. Κραυγαλέα η σιωπή. Αλλά η δουλειά δουλειά. Γωνία το μαγαζί, για άλλους «κκ»ληρονομιά, παραδοσιακό, για πιο «ανανεωτές» δούλεψε και με… φραντσάιζ. Πάντα επί προσωπικού, για την καριέρα τους. Για την ταμπακιέρα της κοινωνίας άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Μέχρι που με την ανοχή, όταν δεν επρόκειτο για τη συνενοχή τους, ρήμαξαν όλα. Και τα εργοστάσια και η οικοδομή και τα συνδικάτα. Και οι ίδιοι, ασχέτως του κατά πόσον το αντιλαμβάνονται.
Σαν να μην της έφτανε λοιπόν της γενιάς αυτής η απελπισία της για τα καθημερινά, λοιδορήθηκε ανελέητα και ως προς τα ιερά και τα όσιά της. Επιχειρήθηκε και ο ιδεολογικός ακρωτηριασμός της για να μπορέσει κάποτε να ακολουθήσει πιο εύκολα ο άλλος, ο εδαφικός της πατρίδας μας. Ποιος και πού να τολμήσει να μιλήσει ακόμη και για τα αυτονόητα της εθνικής μας υπόστασης, για τα απαράγραπτα δικαιώματά μας πάνω στη δημοκρατία, στην ορθοδοξία και στον παγκόσμιο πολιτισμό; Και, το κυριότερο, από ποιους να ζητήσει να τα υπερασπιστούν, όταν ξέρει ότι η παρουσία τους επί πολιτικής, και όχι μόνο, σκηνής εξαρτάται από την αμνησία, την άγνοια και την ευκαμψία τους;
Τώρα όμως έσφιξαν τα γάλατα. Το πράγμα ζόρισε από παντού και όλες οι πλευρές τρομαγμένες ζητούν τον οίκτο, σε λίγο και την ψήφο, του εθνικού κορμού που τόσο απερίσκεπτα επιχείρησαν με κάθε τρόπο να παραλύσουν. Tόσο ανόητα και ανιστόρητα τον άφησαν βορά σε ξυρισμένα… μυαλά. Οι περιφρονημένες αξίες και ιδέες των μικροαστών ξαναγίνονται τα σκαλοπάτια που πρέπει να σεβαστούν όλοι. Είτε για ν’ ανέβουν στην εξουσία είτε για να μην κουτρουβαλιαστούν απ’ αυτήν κακήν κακώς.
«Τα δαχτυλίδια κι αν πέσανε, τα δάχτυλα απομείνανε» λέει μια μικρασιάτικη παροιμία. Μόνο δάχτυλα χρειάζονται και μερικές πολύ γλαφυρές χειρονομίες μας που δεν θα τις γλιτώσουν κάποιοι ούτε από τα καλά παιδιά, παρά την ανατροφή και την παιδεία τους. Ή, μάλλον ακριβέστερα, εξαιτίας αυτών!
Γιώργος Κ. Στράτος