Ο Λεωνίδας Ιασωνίδης είναι μία κορυφαία φυσιογνωμία της Ιστορίας μας. Ευπατρίδης της πολιτικής, αγωνιστής της ελευθερίας του Πόντου, βουλευτής Θεσσαλονίκης και υπουργός Πρόνοιας σε εποχές μαύρες και ταραγμένες. Ετρωγε κάθε μεσημέρι σε ένα ταπεινό μαγέρικο στην αγορά Μοδιάνο. Το «λουκούλλειο» γεύμα του κόστιζε σταθερά τρεις δραχμές. Κι ένα μεσημέρι που ο λογαριασμός έγραψε τρεισήμισι, είπε με το ανεπανάληπτο χιούμορ του απευθυνόμενος στον εστιάτορα, φυσικά εις άπταιστον ποντιακήν, «τον ρίξαμε έξω τον προϋπολογισμό»!
Δεν έχω την απαίτηση οι σημερινοί βουλευτές να υιοθετήσουν τις συμπεριφορές τέτοιων Προμηθέων. Ούτε και αυταπατώμαι για το διαμέτρημα και τις αντοχές τους για να τους συγκρίνω με Τιτάνες σαν τον αείμνηστο Ιασωνίδη και άλλους πολλούς του πρόσφατου παρελθόντος και όλων των πτερύγων του Κοινοβουλίου μας.
Φοβάμαι όμως ότι την περασμένη εβδομάδα ξεπέρασαν τον εαυτό τους και πρόσφεραν χείριστη υπηρεσία και στη δημοκρατία μας και στον εαυτό τους. Αποφάσισαν ότι ο βουλευτής πρέπει να αμείβεται με 5.500 ευρώ τον μήνα, να έχει αφορολόγητο 65% και να του καλύπτονται άλλα 12.000 ευρώ σε δαπάνες ώστε να εκπροσωπεί αξιοπρεπώς τον λαό· έναν λαό που αυτή τη στιγμή περιλαμβάνει 70.000 οικογένειες που διαθέτουν έως πέντε ανέργους, περισσότερους από 750.000 νέους 20-25 ετών χωρίς δουλειά, 750.000 επιπλέον ανέργους άνω των 25, 200.000 άνεργους επιστήμονες και εκτός αγοράς 250.000-300.000 επαγγελματίες και βιοτέχνες, που έκλεισαν τα μαγαζιά τους και αναζητούν απασχόληση.
Κι όμως, αν άκουγε κανείς τους «πύρινους» λόγους που εκφωνήθηκαν από το βήμα της Βουλής την ημέρα συζήτησης του νέου προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου, μπορεί να έμενε και με την εντύπωση ότι ορισμένοι ομιλούντες ήταν «πένητες συμβασιούχοι» που διεκδικούσαν τα δεδουλευμένα τους. Η αλήθεια είναι ότι στη διάρκεια των τελευταίων 22 ετών η αμοιβή των βουλευτών αυξήθηκε κατά 12,9 φορές, όταν την ίδια περίοδο ο βασικός μισθός ενός υπαλλήλου αυξήθηκε μόλις κατά 7,6 φορές. Εκμεταλλευόμενοι την απόφαση της Ολομέλειας του 1964, που περιελήφθη στο Σύνταγμα με το Ζ’ Ψήφισμα της Αναθεωρητικής Βουλής του 1975, «το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης προσδιορίζεται στο εκάστοτε επίπεδο του συνόλου των πάσης φύσεως αποδοχών και επιδομάτων του ανώτατου δικαστικού λειτουργού», οι βουλευτές, χάρη κυρίως στις διεκδικήσεις των δικαστικών, εξασφάλισαν τις γενναίες αυτές αυξήσεις.
Οι απολαβές των μελών της Βουλής των Ελλήνων βρίσκονται περίπου στον μέσο όρο των αμοιβών που απολαμβάνουν οι ομόλογοί τους σε άλλα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια. Εκείνη που φαντάζομαι ότι αποκλίνει δραματικά εις βάρος τους είναι η σχέση των απολαβών αυτών με αυτές των υπόλοιπων συμπατριωτών τους σε κάθε χώρα.
Ανεξαρτήτως λοιπόν των φιλοσοφικών αναζητήσεων για τη σχέση ανάμεσα στην οικονομική δυνατότητα και την ενασχόληση με την πολιτική χωρίς δεσμεύσεις από ισχυρά συμφέροντα, πέραν των ορίων που ο καθένας τους θέτει για την αξιοπρεπή άσκηση των καθηκόντων του, καλό θα ήταν να τους απασχολήσει το κλείσιμο αυτής της ψαλίδας με την κοινωνία και τις αντοχές της. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που είναι βέβαιο ότι στο σύνολό τους οι πατέρες του έθνους μας όχι μόνο δεν ασκούν βιοπορισμό μέσω της πολιτικής, αλλά ο βίος τους αποτελεί και λαμπρό παράδειγμα σοβαρότητας, εγκράτειας και λιτότητας.
Γιώργος Κ. Στράτος