Εκτός των παραδοσιακών ιδεολογιών που διαμορφώνουν τις πολιτικές σφαίρες επιρροής στην ενδοκρατική τάξη και που συνίστανται στα συμβατικά αλλά και διαχρονικά δίπολα Κεντροδεξιά – Κεντοαριστερά, Δεξιά – Αριστερά, Ακρα Δεξιά – Ακρα Αριστερά, το πολιτικό σύστημα εξελίσσεται παράλληλα μέσα από τον ρόλο των προσωπικοτήτων ή την εμφάνιση γεγονότων-σταθμών που αναταράσσουν τα «στάσιμα ύδατα». Για παράδειγμα, στη Βρετανία η περίοδος της Μάργκαρετ Θάτσερ απομάκρυνε τους Torries από τις παραδοσιακές νόρμες του κλασικού φιλελευθερισμού, προσδίδοντας μια πλειοψηφική εσωτερική νομιμοποίηση σε νεοφιλελεύθερες θεωρίες υπέρβασης του δομικού κοινωνικού ιστού, επηρεάζοντας αντιστοίχως και την εξέλιξη του Εργατικού Κόμματος, οδηγώντας το κι αυτό σε νεοβεμπεριανές θέσεις. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του ο Τόνι Μπλερ είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για τη Μάργκαρετ Θάτσερ, αφήνοντας άναυδους τους πάντες μέσα στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Στην Ελλάδα, το γεγονός-σταθμός είναι η δανειακή σύμβαση του 2010 και οι άλλες που ακολούθησαν για να στηρίξουν την αποτυχία των αμέσως προηγούμενων. Το δίπολο όμως μνημόνιο – αντιμνημόνιο δεν θα διαμορφώσει τις ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές των επόμενων δεκαετιών στο εσωτερικό της χώρας, ούτε και τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος την ώρα της κάλπης σε βάθος χρόνου. Ελάχιστα ενδιαφέρει τον Ελληνα πολίτη, που βλέπει την καθημερινότητά του να καταβυθίζεται σε απρόσμενα βάθη τριτοκοσμικής απαξίας, το ποιος ήταν ή δεν ήταν με το Μνημόνιο, από τη στιγμή που αυτό αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα. Η κρισιμότητα των στιγμών απαιτεί γρήγορες, εύστοχες και άμεσες κινήσεις εξόδου από την κρίση. Κάθε προσπάθεια που δεν θα έχει στο επίκεντρό της την παροχή εφαρμόσιμων λύσεων αναστροφής του κλίματος με όρους ουσίας και όχι επικοινωνισμού θα συναντήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό που πλέον ξεσκίζει κυριολεκτικά τις σάρκες μιας Ελλάδας βαθύτατα διαιρεμένης και πολωμένης από τη βάση προς την κορυφή και το αντίστροφο.
Οι νέες ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, που δεν ακυρώνουν αλλά προσθέτουν σε ένταση στους υφιστάμενους ιδεολογικούς χώρους, επικεντρώνονται κυρίως στις πολιτικές εφαρμογές ώστε η Ελλάδα να επιστρέψει σε περιόδους ακμής και κοινωνικής ευημερίας. Η πλειονότητα των συστημικών δρώντων στο ελληνικό πολιτικό παίγνιο ορθολογικά σχεδιάζει τις κινήσεις της με τα μάτια της στραμμένα και στη διεθνή σκηνή, προκρίνοντας είτε την ευρωπαϊκή εμβάθυνση είτε την οικοδόμηση ακόμα πιο στενών σχέσεων της Ελλάδας με τον παραδοσιακό σύμμαχό της, τις ΗΠΑ, ή τη δημιουργία συμμαχιών με τις νέες αναδυόμενες δυνάμεις στο διεθνές σύστημα, κυρίως την Κίνα και τη Ρωσία.
Η προσοχή στο σημείο αυτό πρέπει να δοθεί όχι στις επιλογές των τάσεων, αλλά στο ότι αργά και σταδιακά ο ελληνικός πολιτικός κόσμος, που μέχρι σήμερα διακρινόταν για την εμμονή του στην ομφαλοσκόπηση, αναγκάζεται να περάσει στην προσεκτική μελέτη του διεθνούς περιβάλλοντος και της ενδελεχούς αξιολόγησης των διαθέσιμων επιλογών που έχουν απομείνει στη χώρα στη διεθνή αρένα. Τα πράγματα όμως πλέον θα γίνονται ολοένα και πιο περίπλοκα. Πολύ σύντομα το «περισσότερη Ευρώπη» θα έρθει αντιμέτωπο με το «περισσότερη Δύση» ή, ασφαλώς με λιγότερη ένταση από ό,τι τα προηγούμενα δύο διλήμματα, λόγω των ειδικών συνθηκών που διέπουν το υποσύστημα της ΝΑ Ευρώπης και της Αν. Μεσογείου, με το «περισσότερη Κίνα ή Ρωσία». Οποιοι θεωρούν ότι θα μπορούν να είναι με όλους και με κανέναν, δηλαδή η αγαπημένη φαναριώτικη μεθοδολογία που συγχέει τις διεθνείς σχέσεις με τις δημόσιες σχέσεις, πολύ απλά θα διαψευστούν από τις εξελίξεις. Το Μνημόνιο οδηγεί σε βαθιά ποιοτική και ιδεολογική ανασύνθεση το εγχώριο πολιτικό σύστημα και με μια πρώτη ματιά αυτό μόνο καλά μπορεί να φέρει για τον τόπο.