Η στήριξη των ΗΠΑ προς την κυβέρνηση Σαμαρά, κυρίως μέσω παροτρύνσεων προς τους «σκληρούς» της Ε.Ε. να αντιληφθούν ότι η αποχώρηση της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα θα προκαλούσε διηπειρωτικές αναταράξεις, συνέβαλε στις ομαλές εξελίξεις.
Οι παρεμβάσεις της Ουάσινγκτον δεν αποδείχτηκαν μεν αποκλειστικός καταλύτης, αλλά διευκόλυναν τις εσωτερικές αναλύσεις, κυρίως στο Βερολίνο. Θα ήταν πολιτική αφέλεια μεγατόνων να πιστέψει κανείς ότι η απόφαση της καγκελαρίου Μέρκελ για απόρριψη ακραίων εισηγήσεων επηρεάστηκε μόνον από την ικανοποίηση ορισμένων προαπαιτουμένων από την ελληνική πλευρά. Ασφαλώς και έπρεπε η Αθήνα να αποδείξει αποφασιστικότητα και αλλαγή νοοτροπίας, αλλά το κλίμα δεν θα άλλαζε χωρίς την καταρχήν πολιτική επιλογή του Βερολίνου και του Παρισιού (το οποίο δεν δείχνει να επείγεται καν για ανταλλάγματα). Σε αυτή την επιλογή Γαλλίας και Γερμανίας βάρυναν, αφενός, οι πολιτικές κινήσεις του Ελληνα πρωθυπουργού και, αφετέρου, οι έγκαιρες παρεμβάσεις τρίτων, όπως οι ΗΠΑ.
Το διπλωματικό ερώτημα του 2013 είναι αν η ξαφνική κινητοποίηση των ΗΠΑ στα θέματα της ευρωζώνης θα συνεχιστεί και σε άλλα μείζονα κεφάλαια:
-Πρώτον, θα συμφωνήσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι η Ελλάδα ξαναγίνεται (σε στιλ Ψυχρού Πολέμου) πρώτη γραμμή άμυνας μπροστά στην ισλαμοποίηση της Αραβικής Ανοιξης, μπροστά στην εξαγωγή αστάθειας από τη Συρία και μπροστά στην κρυφή ατζέντα του Ρ. Ερντογάν και των επίδοξων διαδόχων; Μπορεί ο Τούρκος πρωθυπουργός να προσφέρει την ψευδαίσθηση (εδώ και δέκα χρόνια) ενός μοντέλου μετριοπαθούς Ισλάμ, αλλά η στάση του στα «σκληρά θέματα», όπως η αντιπαράθεση με το Ισραήλ, δείχνει τα όριά του. Ακόμα κι αν προτιμούσε μία πιο μετριοπαθή πορεία, ο κ. Ερντογάν συγχρονίζεται πια με το κύμα σκλήρυνσης στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής.
-Δεύτερον, θα δεχτεί η αμερικανική διπλωματία ότι υφίσταται κίνδυνος αστάθειας στα Βαλκάνια; Η αναγνώριση του πρωταγωνιστικού ρόλου της Ελλάδας δεν γίνεται με λόγια, αλλά με πρωτοβουλίες. Η υπόθεση της ΠΓΔΜ και η αλλαγή στάσης της Αλβανίας (με τις σχέσεις Αθήνας – Τιράνων σε επίπεδο ακόμα χειρότερο από αυτό που φαίνεται) προοιωνίζονται εξελίξεις που θα πλήξουν τα συμφέροντα Ελλάδας, ΗΠΑ και Ε.Ε.
-Τρίτον, θα συνειδητοποιήσουν οι αρμόδιοι φορείς των ΗΠΑ ότι οικονομική διπλωματία στη ΝΑ Ευρώπη δεν ασκείται με επισημάνσεις αποτροπής (π.χ. αποκλεισμός της Ρωσίας από τον ενεργειακό κλάδο), αλλά με διευκολύνσεις επενδύσεων; Πώς και γιατί θα απορρίψει η Ελλάδα τις ρωσικές προτάσεις στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, όταν προκηρύσσονται διεθνείς πλειοδοτικοί διαγωνισμοί και δεν υπάρχει αξιόλογη πρόταση δυτικών συμφερόντων;
Στην ίδια λανθασμένη γραμμή είχε κινηθεί η αμερικανική πρεσβεία και στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με παλινωδίες στη βαλκανική πολιτική και με ανεπαρκή δράση στον τομέα της οικονομίας (π.χ. μικρότερο -του αναμενομένου- μερίδιο στα εξοπλιστικά προγράμματα). Η διμερής συνεργασία βελτιώθηκε εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά έκτοτε, κυρίως με ευθύνη του πρεσβευτή Ντ. Σπέκχαρντ (μετέπειτα προέδρου της τράπεζας του Λ. Λαυρεντιάδη), παρατηρήθηκε επιδείνωση. Τώρα κάτι πρέπει να αλλάξει ξανά.