Την περασμένη Παρασκευή διοργανώθηκε ημερίδα από το Εργαστήριο Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων Ηλία Κουσκουβέλη, σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο, με θέμα «Διακυβέρνηση, Ασφάλεια και Πήγες Ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο». Συμμετέχοντας στο πάνελ των ομιλητών, οφείλω να σημειώσω την ενδελεχή έρευνα των Γάλλων ομιλητών γύρω από τα ζητήματα ενέργειας που διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις διεθνοπολιτικές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τη στρατηγική σχέση μεταξύ Αθήνας, Τελ Αβίβ, Λευκωσίας, την πολιτική οικοδόμησης πυλώνων ενεργειακής αυτάρκειας των ΗΠΑ με ορίζοντα δεκαετιών, του ρόλου της Τουρκίας στις ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή κ.ά.
Η πλέον ενδιαφέρουσα θέση όμως που ακούστηκε από τους Γάλλους αναλυτές ήταν η ελληνική αναγκαιότητα δημιουργίας ενός συγκροτημένου θεσμικού πλαισίου διαχείρισης των ενεργειακών μας αποθεμάτων, ώστε, από τη μια, να αποφευχθούν οι όποιες αστοχίες ή περιπτώσεις κακοδιαχείρισης και διαφθοράς και, από την άλλη, να επιτευχθεί η ανάπτυξη με άξονα την ενεργειακή προοπτική της χώρας μέσω της προσέλκυσης διεθνών επενδυτών. Οφείλουμε να πούμε αλήθειες. Η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά χαμηλά στις λίστες ενδιαφέροντος διεθνών επενδυτών. Αυτό πρέπει να αλλάξει θεσμικά, ώστε να διαγραφεί οποιοσδήποτε κίνδυνος αλλοίωσης του δημόσιου συμφέροντος, δίχως όμως να ακυρώνονται οι επενδυτικές και αναπτυξιακές συνεργατικές προοπτικές ανάδειξης της Ελλάδας σε ενεργειακό παίκτη στη διεθνή σκηνή.
Η ενεργειακή εξάρτηση του ευρωπαϊκού χώρου καθιστά την Ελλάδα σε σημαντικό παίκτη στην περιοχή, με αυξημένη στρατηγική υπεραξία, ως πυλώνα στήριξης του ευρωχώρου μακροπρόθεσμα, αν ασφαλώς παίξουμε σωστά αυτή την παρτίδα στη μεγάλη διεθνοπολιτική σκακιέρα. Ο νέος αυτός στρατηγικός ρόλος ακυρώνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο τα επιχειρήματα όσων επιμένουν να βλέπουν την Ελλάδα ως μικρό και ασήμαντο παίκτη στην ΝΑ Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Αρκεί ασφαλώς ο ρόλος αυτός να υποστηρίζεται και από τον ημέτερο προσανατολισμό υψηλής στρατηγικής με ξεκάθαρες τεχνοκρατικές προδιαγραφές.
Οι προοπτικές υφίστανται αλλά απαιτούνται και οι ορθές εφαρμογές που θα παράξουν ρεαλιστικές αποτυπώσεις. Για παράδειγμα, η βασική διαφορά μεταξύ των πλούσιων σε φυσικά κοιτάσματα κρατών της υποσαχάριας Αφρικής και των αντίστοιχων ευρωπαϊκών είναι η συστημική διαφθορά που ενδημεί στα πρώτα και το αυστηρό θεσμικό πλαίσιο που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη ανάλογων φαινομένων στα δεύτερα. Ο πλούτος που η χώρα μας διαθέτει στο υπέδαφός της μπορεί είτε να αναδειχτεί σε εφαλτήριο μιας νέας εποχής ισχυρών αναπτυξιακών προοπτικών είτε να οδηγήσει σε οριστική παγίδευσή της σε τριτοκοσμικούς ατραπούς.
Η ενεργειακή ατζέντα της χώρας και οι θεσμικές πρωτοβουλίες που η Πολιτεία είναι διατεθειμένη να υιοθετήσει ώστε να θωρακιστεί το σύστημα αναδεικνύουν για άλλη μια φορά το διαχρονικό συμπέρασμα που διαπερνά την τέχνη της πολιτικής και επικεντρώνεται κυρίως στο ακόλουθο δόγμα: «Δεν είναι αρκετό να ανακαλύψεις χρυσάφι. Πρέπει να ξέρεις και πώς να το βγάλεις στην επιφάνεια». Το ίδιο ισχύει και για τη δική μας περίπτωση. Δεν αρκεί ο πλούτος που διαθέτουμε στο υπέδαφός μας. Χρειάζεται επίσης θεσμικό πλαίσιο αξιοποίησης, όπως ασφαλώς και η condicio sine qua non ανακήρυξη ΑΟΖ από την Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο. Ισως η ενδελεχής μελέτη του νορβηγικού μοντέλου, σε θεσμικό, πολιτικό και τεχνολογικό επίπεδο, και η υιοθέτηση όλων αυτών των μέτρων που μπορούν να εφαρμοστούν στη δική μας περίπτωση να είναι η επόμενη ορθολογική κίνηση από την Πολιτεία.
Η αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων μας είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία μας να αφήσουμε οριστικά πίσω μας την υπανάπτυξη και να αρχίσουμε να παράγουμε πρωτογενή πλούτο. Αυτή είναι η τελευταία μας σοβαρή ευκαιρία για να επιστρέψουμε στο διεθνές προσκήνιο πατώντας γερά στα πόδια μας. Και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ακυρώσει την ευκαιρία αυτή.