Η ζωή του Ντίνου Ηλιόπουλου δεν διέφερε και πολύ από τους χαρακτήρες που ενσάρκωνε. Ήταν πάντα χαμογελαστός, χαμηλών τόνων, ταπεινός και ευγενικός με όλο τον κόσμο. Ακόμα και σε ενδείξεις θαυμασμού του κοινού τον παρατηρούσες να έρχεται σε αμήχανη θέση και να χάνει τα λόγια του.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 12 Ιουνίου 1915 και μετά από οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας αναγκάστηκε να φοιτήσει σε σχολεία της Μασσαλίας. Τελειώνοντας το σχολείο, το 1935, έρχεται πίσω στην οικογένειά του και ακολούθησε εμπορικές σπουδές προκειμένου να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του.
Η πορεία του στην υποκριτική
Το πείσμα και η υπομονή ήταν σίγουρα τα 2 στοιχεία που χαρακτήριζαν τον Ηλιόπουλο. Θέλοντας να φοιτήσει στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, έδωσε εξετάσεις με ένα ποίημα του Καβάφη, αλλά τελικά κρίθηκε πως δεν διέθετε τον απαραίτητο, για την εποχή, στόμφο και το ανάλογο παράστημα.
Έτσι αποφάσισε να γραφτεί στην ιδιωτική δραματική σχολή «Γιαννούλη Σαραντίδη» της Σάρα Μπερνάρ. Η ίδια είχε έρθει στην Αθήνα πρίν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να σκηνοθετήσει μερικά έργα της Μαρίκας Κοτοπούλη αλλά ο πόλεμος της στάθηκε εμπόδιο για τον γυρισμό στο Παρίσι και έτσι αποφάσισε να ιδρύσει τη σχολή. Ο Ηλιόπουλος είχε την ευκαιρία μέσω της σχολής να μαθητεύσει δίπλα στους Γιώργο Βακαλό, Θράσο Καστανάκη, Μ. Καραγάτση, Γιώργο Θεοτοκά, Γιάννη Σιδέρη, Αντώνη Γιαννίδη.
Το 1954 συγκρότησε θίασο με το Μίμη Φωτόπουλο, με τον οποίο εκτός από καλοί φίλοι, αποτέλεσαν ανεπανάληπτο κωμικό δίδυμο. Τρία χρόνια αργότερα και μέχρι το 1969 δημιούργησε δικό του θίασο, ανεβάζοντας έργα όπως: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία του κυρίου», «Το έξυπνο πουλί», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως» κ.ά. Συχνά σκηνοθετούσε ο ίδιος τις παραστάσεις τού θιάσου του και διασκεύαζε ξένες φάρσες και κωμωδίες, προσαρμόζοντάς τις στα ελληνικά ήθη. Έγραψε και μερικές πρωτότυπες δικές του κωμωδίες, αλλά δεν είχαν μεγάλη απήχηση.
Οι περιοδείες του σε όλη την Ελλάδα και οι ταινίες του, που γυρίζονται η μία μετά την άλλη, γνωρίζουν τεράστια επιτυχία και έτσι, το 1963, δημιουργεί τη δική του θεατρική στέγη, στο Θέατρο Γκλόρια, σαν επιχειρηματίας και θιασάρχης.
Ανεβάζει κωμωδίες ελλήνων και ξένων συγγραφέων, που γίνονται μεγάλες θεατρικές επιτυχίες και μεταφέρονται και στον κινηματογράφο, όπως τα «Ξύπνα Βασίλη», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Εξοχικό κέντρο ο Έρως», «Ζητείται ψεύτης», «Έκτο πάτωμα» κ.ά. Μέσα από το θίασό του, αναδεικνύονται καινούριες πρωταγωνίστριες που διέπρεψαν και καθιερώθηκαν στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού σαν σπουδαίες ερμηνεύτριες όπως η Άννα Φόνσου, κι η Μάρω Κοντού. Κάποιο διάστημα, γίνεται συν-θιασάρχης με τον Μίμη Φωτόπουλο. Είναι ένα θεατρικό «πάντρεμα» δυο μεγάλων καλλιτεχνών, που ανεβάζουν έργα υψηλού επιπέδου.
Παράλληλα με τις θιασαρχικές του δραστηριότητες, ο Ντίνος Ηλιόπουλος έπαιξε με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο, έργα του κλασσικού ρεπερτορίου. Επίσης συνεργάστηκε με τον Αλέξη Σολομό στο «Προσκήνιο». Το 1972, συμπρωταγωνίστησε με την Έλλη Λαμπέτη, στο μιούζικαλ «Γλυκιά Ίρμα»(Είχε προ υπάρξει κι’ άλλη συνεργασία με το θίασο Λαμπέτη – Χόρν, με το έργο: «Ένα ζευγάρι παπούτσια»).
πηγή: monopoli.gr