Η συνάντηση του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο έβγαλε μεγάλες ειδήσεις: Η πρώτη και κύρια είναι ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν έχει στόχο να αναθεωρήσει το Σύνταγμα της Ελλάδας όσον αφορά τα άρθρα 3 και 13. Το άρθρο 3 ορίζει τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας και το άρθρο 13 αναφέρεται στη θρησκευτική ελευθερία.
Επίσης, στη συνάντηση δεν έγινε καμία συζήτηση για το θέμα της πρότασης συμφωνίας μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, καθώς και αυτή θεωρείται πλέον μη υφιστάμενη.
Τούτη η παράμετρος του ζητήματος εκθέτει πολλαπλά τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος είχε σπεύσει να συμφωνήσει σε ό,τι του ζητούσε ο πρώην πρωθυπουργός κ. Τσίπρας παρά την κάθετη διαφωνία της Ιεράς Συνόδου, των απλών κληρικών και της κοινής γνώμης της χώρας μας.
Η «δημοκρατία» εκείνη την περίοδο είχε επισημάνει τις ολέθριες συνέπειες που θα είχε για την Εκκλησία μας και για τον τόπο η ενεργοποίηση της συμφωνίας Τσίπρα – Ιερωνύμου, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος έδειχνε να μην υπολογίζει τίποτε άλλο παρά την ευμένεια του τότε πρωθυπουργού.
Τώρα που άλλαξε η κυβέρνηση ο κ. Ιερώνυμος αντιμετωπίζει τη συμφωνία που είχε κάνει με τον Αλέξη Τσίπρα ως μη γενόμενη, στέλνοντας σε όλους το μήνυμα ότι το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι ο εκάστοτε διαχειριστής της κοσμικής εξουσίας. Μέγα λάθος, κάκιστο το μήνυμα που στέλνει στους Ελληνες ο μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος Β΄.
Η Εκκλησία μας έχει ως θεμέλιο λίθο τον Λόγο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δεν πρέπει να σκύβει το κεφάλι στην κοσμική εξουσία, όταν η δεύτερη σφάλλει και οδηγεί την κοινωνία στον όλεθρο. Για κάθε πιστό, είτε αυτός είναι κοσμικός είτε ιερεύς, αυτό που έχει σημασία είναι το σωστό, το αγαθό και όχι η πρόσκαιρη πολιτική ισχύς.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών πρέπει να στέκεται στο ύψος του λειτουργήματός του και να αντέχει το ειδικό βάρος του σχήματος και όχι να κάνει δημόσιες σχέσεις με την εξουσία.