Η «δημοκρατία», αμέσως μόλις ανακοινώθηκε η άφρων πρωτοβουλία του πρωθυπουργού για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, σημείωσε τον κίνδυνο πρόκλησης ψυχολογικού ρήγματος μεταξύ των Ελλήνων και καλλιέργειας κλίματος εθνικού διχασμού.
Αυτός είναι ένας κίνδυνος που δεν έχει ξεπεραστεί και όλα δείχνουν ότι το εθνικό σκάφος δεν πρόκειται να αποφύγει εύκολα τούτο τον σκόπελο – μια και τα κόμματα, για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους, συνεχώς ρίχνουν λάδι στη φωτιά που άναψαν τα Μνημόνια.
Από την Κυριακή το βράδυ, όμως, δεν υπάρχει δημοψήφισμα. Υπάρχουν μόνο η Ελλάδα και οι Ελληνες, που πρέπει να συνεχίσουν να ζουν μονιασμένοι και να προσπαθήσουν όλοι μαζί για το καλύτερο.
Από την άλλη, δεν είναι επιτρεπτό σε οποιονδήποτε διαθέτει κοινή λογική να μην κριτικάρει τις «εκπροσωπήσεις» του ναι και του όχι. Το όχι θα μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερη αποδοχή, αν γινόταν κάτι απλό: να εξηγηθεί η επόμενη ημέρα από την επικράτησή του.
Ο κ. Τσίπρας, ερωτώμενος κατ’ επανάληψιν τι πρόκειται να κάνει τις αμέσως επόμενες ώρες της αποδοχής της πρότασής του από τους εκλογείς, έλεγε γενικώς και αορίστως ότι θα διέθετε ισχυρή εντολή και κατ’ επέκτασιν καλύτερο διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια του. Ούτε ο ίδιος δεν πειθόταν από τα λόγια του.
Επιπλέον, το ναι θα γινόταν πιο συμπαθές στο κοινό και οι εκλογικές επιδόσεις του θα ήταν αρκετά καλύτερες, αν δεν προπαγάνδιζαν υπέρ αυτού άνθρωποι όπως ο Αδωνις Γεωργιάδης, ο Σάκης Ρουβάς, ο Κώστας Σημίτης, ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, το δίδυμο Μπουτάρη – Καμίνη και τα υπόλοιπα εμβληματικά πρόσωπα ενός κράτους που χρεοκόπησε. Οι προαναφερθέντες και οι όμοιοί τους έστειλαν πάμπολλους ψηφοφόρους στο όχι.
Ολα τούτα έχουν την αξία τους, αλλά ανήκουν πλέον στις ημέρες που πέρασαν. Η ζωή συνεχίζεται, δυσκολότερη απ’ όσο την έχουμε συνηθίσει.
Οι Ελληνες μπορούν να ανταποκριθούν θετικά σε όλες τις προκλήσεις που έχουν τεθεί από την Ιστορία ενώπιόν τους, αν μείνουν ενωμένοι. Είθε.