«Να μιλάς απαλά και να κουβαλάς μεγάλο ραβδί. Ετσι θα φτάσεις μακριά».
Αυτή η θρυλική ατάκα περιλαμβανόταν σε μια επιστολή του Θεόδωρου Ρούζβελτ προς τον Χένρι Σπρέιγκ στις 26 Ιανουαρίου 1900. Το 1901 ο Θεόδωρος έγινε ο 26ος πρόεδρος των ΗΠΑ και ο Φράνκλιν Ρούζβελτ, ο πέμπτος εξάδελφός του, έγινε ο 32ος πρόεδρος, που θεράπευσε το σοκ της οικονομίας από το Κραχ του 1929, θριάμβευσε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πέρασε την ανθρωπότητα στην πυρηνική εποχή.
Αυτή η φράση, την οποία ο Θ. Ρούζβελτ την αποδίδει στη θυμοσοφία φυλής της Δυτικής Αφρικής, επηρέασε θετικά και τη δυναστεία Ρούζβελτ και την Αμερική και όλους τους πολιτικούς του πλανήτη, που μπόρεσαν να την εφαρμόσουν πιστά.
Ενας από εκείνους, που μάλλον γνωρίζει, αλλά δεν φαίνεται να έχει προσπαθήσει να ακολουθήσει τούτη τη σοφή συμβουλή, είναι ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης.
Μιλάει πολύ, φωνάζει περισσότερο, είναι ασυγκράτητος και δεν φαίνεται να κρατάει ραβδί στο χέρι του, αλλά μόνο κασετοφωνάκι για να ηχογραφεί τις συνομιλίες του με τους Ευρωπαίους ομολόγους του.
Δυστυχώς, το χαρισματικό του χαρακτήρα του εξαντλείται μόνο στο αδιάκοπο κυνήγι της δημοσιότητας, σε αμφίβολης αισθητικής φωτογραφίσεις σε ταράτσες με θέα την Ακρόπολη και σε εμπρηστικές δηλώσεις που δεν «καίνε» τους κερδοσκόπους, αλλά την οικονομία μας.
Οι αλλόκοτοι χειρισμοί του, η προχειρότητά του και η ασάφεια των διατυπώσεών του δεν παραπέμπουν σε κάποιον δεινό «παίκτη» της οικονομίας, που θέλει να κερδίσει χρόνο για την πατρίδα του, αλλά σ’ έναν άνθρωπο ο οποίος έχει χάσει τον έλεγχο τόσο του τομέα της ευθύνης του όσο και του θυμικού του.
Φυσικά, θα ήταν μικρόψυχο και στενόμυαλο να ισχυριστεί κάποιος ότι ο κ. Βαρουφάκης δεν έχει τις καλύτερες των προθέσεων για την ελληνική υπόθεση.
Είναι σαφές και εύκολα αποδείξιμο ότι πονάει τον τόπο και τον λαό και προσπάθησε για το καλύτερο. Ομως, για καλό δικό του και της χώρας ας αποσυρθεί.