Ολα τα έθνη του κόσμου, νέα και αρχαία, στέλνουν ένα σταθερό σήμα προς τα υπόλοιπα: Επιδιώκουν να επιβιώσουν και να ισχυροποιηθούν. Ολα τα υπόλοιπα που λέγονται στα διεθνή fora είναι υποδιαιρέσεις της κεντρικής επιδίωξης των εθνικών συνόλων για ζωή και δύναμη.
Ενα από τα «εργαλεία» που καθιστούν αξιόπιστο το προαναφερθέν μήνυμα είναι η επιμονή. Οσο πιο σταθερά και ανυποχώρητα εκπέμπεται η βούληση των κρατικών οντοτήτων που δημιούργησαν οι λαοί του κόσμου τόσο μεγαλύτερη είναι η σημασία που τους δίνουν οι υπόλοιποι.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, έχει κακοπέσει, διότι οι επικεφαλής της πολιτικής ζωής που διαχειρίζονται τα άυλα και τα υλικά κεφάλαια που παράγει ο δυναμικός, ευφυής και απολύτως αξιόμαχος λαός μας αστοχούν σε όλα τα επίπεδα.
Η προσωπική αξία τους είναι χαμηλή, οι αντοχές τους περιορισμένες, εμπνέουν τα πλήθη μόνο όταν δημαγωγούν και είθισται να είναι απολύτως ελέγξιμοι και εκβιάσιμοι από τον διεθνή παράγοντα, διότι κρύβουν πολλούς σκελετούς στην ντουλάπα τους, τους οποίους ξέρουν καλά εκείνοι που δεν θα έπρεπε να γνωρίζουν.
Γι’ αυτό το μήνυμα που μεταδίδουν είναι θαμπό, έχει πολλά «παράσιτα» και διαρκώς μεταβάλλεται από κάλπη σε κάλπη. Οι υπερδυνάμεις αλλά και οι γειτονικές χώρες γνωρίζουν καλά ότι δεν ασκείται από την Ελλάδα σταθερή εξωτερική πολιτική, διότι δεν υπάρχει συνολικό, μακροπρόθεσμο σχέδιο με βραχυπρόθεσμους στόχους.
Κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση μεταβάλλεται και ο τρόπος εκδήλωσης των εθνικών επιδιώξεών μας. Ισως να είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο που έχει διαμηνύσει τη φυγομαχία της ελίτ της, με το ψοφοδεές «δεν διεκδικούμε τίποτα» (που σημαίνει ότι δεν θα ζητήσουμε ούτε καν όσα δικαιούμεθα).
Το γεγονός ότι αυτή η απαράδεκτη φράση συμπληρώθηκε με το «δεν παραχωρούμε τίποτα» φαντάζει αστείο, αν θυμηθούμε τα Ιμια.
Εν κατακλείδι, αν επιθυμούμε να μας αντιμετωπίζουν με σεβασμό οι άλλες χώρες, θα πρέπει πρώτα να πάρουμε εμείς στα σοβαρά τους εαυτούς μας και να είμαστε διεκδικητικοί, σταθεροί και αποφασισμένοι.